Πρόκειται για την αρχική ονομασία του ιστορικού χωριού που βρίσκεται στους πρόποδες του Ν.Α Κισσάβου και που σήμερα ακούει στο όνομα η Μελίβοια, κι από παρατονισμό –πολύ κακώς- προφέρεται Μελιβοία από ξένους και ντόπιους, προφανώς απ’ τον τονικό απόηχο που άφησε πίσω της φεύγοντας απ’ το κλιτικό σύστημα της γλώσσας μας η δοτική πτώση.
Κι αν ο παρατονισμός του συγκεκριμένου τοπωνυμίου περιορίζονταν μονάχα στην προφορική εκφορά του λόγου, θα έλεγα και εγώ το “’έασον χαίρειν”. Επειδή όμως το ίδιο λάθος αποτυπώνεται και σε γραπτές αναφορές, και επιστημόνων ακόμα και δη φιλολόγων, και επειδή ακριβώς επαναλαμβάνεται και στη γενική πτώση (Μελίβοιας αντί του ορθού Μελιβοίας), αισθάνομαι την ανάγκη και την υποχρέωση μαζί – κι είναι πολλοστή η φορά που το επισημαίνω – μέσα από τούτη τη γραφή να επιχειρήσω την απάλειψη αυτών των τονικών ατοπημάτων.
Θα πρέπει να μας γίνει τελικά συνείδηση ότι ο οιοσδήποτε παρατονισμός ή αναγραμματισμός των λέξεων δημιουργεί δεινούς βαρβαρισμούς στη γλώσσα, πράγμα ασφαλώς που ενισχύει το ολοένα και αυξανόμενο αρνητικό πρόσημο στην πορεία της παράδοσης, της ιστορίας και της γλώσσας μας. Κι έτσι που πάμε, ας μη μας κακοφανεί, αν αύριο κάποιος άλλος Καβάφης έρθει και γράψει για ¨Νέους Ποσειδωνιάτας¨. Και το γέρος και το γερός με τα ίδια ακριβώς γράμματα εκφέρονται στο λόγο. Ο τονισμός είναι που κάνει τη διαφορά στη σημασία των λέξεων. Άλλο να πεις Χρήστος κι άλλο να πεις Χριστός. Άλλο είναι το παίρνω κι άλλο το περνώ. Κι αν δεν φρενάρουμε τους παρατονισμούς, τότε ας μη σταθούμε στη Μελιβοία, αλλά ας προχωρήσουμε να πούμε την Αγιά Αγία, τη Λάρισα Λαρίσα και την Αθήνα Αθηνά! Κι αν κάποιος βγει και με ψάξει, γιατί επιμένω τόσο στον τονισμό, ας μπει στον κόπο να επισκεφτεί τη Γραμματική. Εκεί θα διαπιστώσει ότι είναι
η Μελίβοια
της Μελιβοίας
κι όχι η Μελιβοία
της Μελίβοιας
Έτσι για να ξέρουμε το γιατί και το πώς.
Αλλά προτού καταπιαστώ με το όνομα (Α)θανάτη για την ιστορία και μόνο, πρέπει να υπενθυμίσω ότι το χωριό πήρε την ονομασία Μελίβοια μετά τον Οκτώβριο του 1920, όταν η Ελληνική πολιτεία επιχείρησε αλλαγή τοπωνυμίων σε διάφορες περιοχές της επικρατείας. Οπότε και η (Α)θανάτη σε ανάμνηση της ονομαστής Ομηρικής πόλης (της οποίας ήδη βγαίνει στην επιφάνεια η ακρόπολη, όπως δείχνουν οι ανασκαφές που διενεργούνται στην περιοχή «Κάστρο» Βελήκας από την 7η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με το αρχαιολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας) πήρε το όνομα Μελίβοια ως μακρινός γόνος της «Αγλαής» Μελιβοίας του Φιλοκτήτη.
Και επειδή όλους εμάς τους (Α)θανατιώτες μας ελκύει τα μάλα μια τέτοια αναδρομή στις ρίζες μας και μας γοητεύει αφάνταστα το να χαρακτηριζόμαστε γνήσιοι απόγονοι του Φιλοκτήτη, άλλωστε απ’ αυτόν δεν μας χωρίζουν παρά μονάχα 90 παππούδες(!), θα πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί στην προφορά του ονόματος της μακρινής, μέσα στο χρόνο, μητέρας πατρίδας μας, της Μελιβοίας κι όχι της Μελίβοιας.
Και για τον παρατονισμό αυτό θα πρέπει να τολμήσω μια πιθανή εξήγηση. Νομίζω πως οφείλεται στους 3 παρακάτω λόγους:
1. Όσο ακόμα επίσημη γλώσσα ήταν η καθαρεύουσα και γράφαμε στις επιστολές, στις εκθέσεις, στα διαγωνίσματα και στα κάθε λογής έγγραφα το «’εν Μελιβοία» αυτός ο τονικός απόηχος της δοτικής πτώσης ήρθε και πάτησε στην ονομαστική χωρίς ωστόσο να επηρεάσει τη γενική πτώση.! Δικαιολογώ μια τέτοια μηχανικά λανθασμένη εμπέδωση σ’ εκείνους που δεν προχώρησαν τις σπουδές των πέρα απ’ το Δημοτικό αλλά σε καμία περίπτωση σ’ όσους προχώρησαν σε ανώτερες βαθμίδες εκπαίδευσης.
2. Μελιβοία λοιπόν επικράτησε σε πολλούς απ’ τους ντόπιους μη γραμματιζούμενους και έτσι τη μετέδωσαν και στα περίχωρα της επαρχίας και παραπέρα ακόμα μέσα στα πλαίσια των επαφών τους με μη Μελιβοιώτες, ώσπου ανεπαίσθητα στη συνείδηση των πιο πολλών πέρασε ως Μελιβοία.
3. Νομίζω πως είναι και ο πιο καθοριστικός λόγος. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 ο αείμνηστος Β. Τσιτσάνης κυκλοφόρησε το λαϊκό σουξέ του «Το βαπόρι απ’ την Περσία» το οποίο για τους τοις πάσι γνωστούς λόγους έμελε να καθιερωθεί ως ο Εθνικός ύμνος της Μελιβοίας! Και η «ζημία» έγινε στο 2ο στίχο του πρώτου τετράστιχου.
«το βαπόρι απ΄ την Περσία
πιάστηκε στην Κορινθία
τόνοι έντεκα γεμάτο
με χασίσι μυρωδάτο…… «
Επειδή λοιπόν κατά πολλούς (Α)θανατιώτες το «βαπόρι» αυτό έπρεπε να είχε «πιαστεί» στη Μελιβοία κι όχι στην Κορινθία, και επειδή με τον τονισμό Μελίβοια χαλούσε η ρίμα με την Περσία, αναγκάστηκαν να κατεβάσουν τον τόνο στην παραλήγουσα (Μελιβοία), οπότε το πράγμα έδεσε: και η ρίμα επετεύχθη και ο εθνικός ύμνος καθιερώθηκε.
Έκτοτε και σε άλλες τοπικές εκδοχές έγινε
«το βαπόρι απ’ τη Βαγδάτη
πιάστηκε στην Αθανάτη».
Το θέμα μας όμως είναι η (Α)θανάτη και εκεί πρέπει πλέον να εστιάσουμε την προσοχή μας. Φοβούμαι όμως πως και στην ονομασία αυτή θα πρέπει να έχουν γίνει αρκετές γλωσσικές αυθαιρεσίες. Κι όχι τόσο απ’ τους ντόπιους αρχικούς κατοίκους του χωριού, όσο από τους μη Θανατιώτες και κυρίως τους λόγιους. Στη συνέχεια θα τολμήσω ορισμένες εξηγήσεις σε μια προσπάθεια να δέσω λογικά μια θαμπή, σκόρπια και αντιφατική παράδοση με τις ελάχιστες και μη διαφωτιστικές γραπτές μαρτυρίες σχετικά με την ονομασία του χωριού. Το αρνητικό στην όλη ιστορία είναι ότι η παραδεδομένη ονοματολογία ως χώρα ή χωρίον (Α)θανάτου ή σκέτο Θανάτου ή Θάνατος μέχρι να καταλήξει στη μορφή του θηλυκού Θανάτη – Αθανάτη και μετέπειτα Αθάνατον, δεν προσανατολίζει καν ούτε στην προέλευση της ονομασίας ούτε στη γραμματική μορφή του ονόματος , αν και μένω με την αίσθηση πως οι ονομασίες αυτές όλες χρησιμοποιούνταν κατά το δοκούν, καθόσον αλλού βλέπουμε γραμμένο το χώρα (χωρίον) Θανάτου κι αλλού χωρίον Αθανάτου (χωριό Αθανάτου – 1658 – Ιουνίου – 12 διαβάζουμε στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 40ος σελ.347, οι θεσσαλικοί οικισμοί στον Ιεροσολυμίτικο κώδικα 509 – 1649 -1669 μ.χ).
Μια τέτοια εναλλαγή στην ονοματική ετικέτα του συγκεκριμένου χωριού, έστω και αν κοινός παρονομαστής και άξονας αναφοράς είναι το νοηματικό φορτίο της λέξης θάνατος, εντείνει τη σύγχυση γύρω απ’ την επιλογή μιας τέτοιας ονομασίας οικισμού και μάλιστα απ’ τους ίδιους τους οικήτορες, και με αναγκάζει να καταφύγω αφενός στη ντοπιολαλιά και αφετέρου και ταυτόχρονα στην αντιεπιστημονική εν πολλοίς επιστράτευση της λογικής διεργασίας για την αιτιολόγηση της μακάβριας αυτής ονοματοδοσίας.
Το ότι το όνομα σχετίζεται με το θάνατο είναι πρόδηλο. Εκείνο που παραμένει ζητούμενο είναι το γιατί. Άρα θα πρέπει πρώτα να μας απασχολήσει το γιατί οι άνθρωποι εκείνοι έδωσαν στον οικισμό τους ένα τέτοιο όνομα κι ύστερα να προχωρήσουμε και στα περαιτέρω. Κι όσο και αν θέλω να παρακάμψω σε τούτη τη γραφή μου τις όποιες ιστορικές αναφορές, εν τούτοις δε γίνεται ν’ αποφύγω εντελώς ορισμένους χρονολογικούς σταθμούς απ’ τους οποίους διέρχεται η (Α)θανάτη στο ταξίδι της μέσα στους αιώνες.
Όλα δείχνουν ότι το χωριό πρέπει να ιδρύθηκε γύρω στο 1400, μικρή σημασία έχει αν αυτό έγινε λίγο πριν ή λίγο μετά, καθώς στην καταγραφή του 1390 δεν εμφανίζεται στον Ν.Α Κίσσαβο οικισμός με αυτό το όνομα. Και στη σκέψη αυτή μας οδηγεί το γεγονός ότι κάποια μικρότερα χωριά όπως το Παλιοχώρι, το Κόκκινο Νερό, ο Οστροβός, η Γκορτζιά, η Άλλη Χώρα (Άλλχουρα), ακόμα και ένας μικρός οικισμός, στην κτηματική περιφέρεια, που σήμερα λέγεται, Μαλάτη, και τέλος οι όποιοι εναπομείναντες σε διάφορα «κρυφά» σημεία του κάμπου της Βελήκας, για άγνωστους ακόμα σε μας λόγους, εγκαταλείφθηκαν σχεδόν ολότελα μεταξύ του 13ου και 14ουμ.χ αιώνα. Μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί από πιθανό έως βέβαιο ότι τα απομεινάρια των κατοίκων των οικισμών, που αναφέρθηκαν, συναποτέλεσαν τον νέο οικισμό, που ουσιαστικά κρύφτηκε στις πλαγιές που εκτείνονται απ’ την σημερινή πλατεία του Αγίου Νικολάου και κάτω, ως τη ρεματιά «Σουβάλα». Το σημείο αυτό γεωμορφικά φαίνεται να παρείχε ασφάλεια στους κατοίκους, δεδομένου ότι πολύ δύσκολα γίνεται διακριτό απ’ τους γύρω λόφους, ενώ καθίσταται εντελώς αόρατο απ’ τη θάλασσα, όσο και αν ανοιχτεί κανείς στα βαθιά, παρόλο που από την ακτή σε εναέρια γραμμή η απόσταση με πολλή δυσκολία φτάνει τα 2 χιλιόμετρα. Επιπλέον στο σημείο αυτό ήταν πολύ εύκολη η ύδρευση από την πληθώρα των πηγών της περιοχής (Βρυσοπούλα, Αντριάς, Τρανή Βρύση, Δημότσιοςκ.λ.π).
Επιπρόσθετα, το ορμητικό ρέμα «Σουβάλα» μπορούσε να αξιοποιηθεί ποικιλότροπα απ΄ τον πληθυσμό: εγκατάσταση νερόμυλων (τα ερείπια ακόμα σώζονται), υδροτριβείων, χειμαδιά κτηνοτρόφων, κρύπτες σε καταστάσεις κινδύνου, άρδευση στις κτηματικές περιοχές απ’ το κατώτατο σημείο σημείο του χωριού μέχρι και τον κάμπο της Βελήκας. Κατά συνέπεια όλοι αυτοί οι παράγοντες συντέλεσαν, ώστε εκεί να εγκαθιδρυθούν τ΄ απομεινάρια των γύρω οικισμών και να δημιουργήσουν ένα ευρύτερο οικοσύστημα, πιο ασφαλές, περισσότερο οργανωμένο, και οπωσδήποτε πιο λειτουργικό για την άμυνα και την οικονομική ανάπτυξη. Η επέκταση του χωριού προς τις βορειοδυτικές πλαγιές, που ήταν δάση πυκνά από πλατάνια και δρυς, κατάφυτες από ρείκια, κέδρα και πουρνάρια ή σπάρτα, είναι πολύ μεταγενέστερη και πρέπει να χρονολογείται ύστερα απ’ την επανάσταση του ΄21, οπότε για διάφορους λόγους συγκεντρώθηκαν πλέον στο μεγάλο χωριό και τα τελευταία υπολείμματα των γύρω οικισμών, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψουν τις γεωργικές τους ή κτηνοτροφικές ασχολίες στον τόπο της προέλευσης τους. Τις εκμεταλλεύσεις αυτού του είδους οι κάτοικοι της (Α)θανάτης δεν τις εγκατέλειψαν ποτέ τους και αυτός είναι ο λόγος που το χωριό αυτό διαθέτει τεράστια κτηματική επέκταση στα παράλια από τον κάμπο της Βελήκας μέχρι και το Κόκκινο Νερό, στα Χωματοβούνια του λόφου Γκούτζιμπος , καθώς και στους γύρω απ΄ το χωριό λόφους σε μεγάλη μάλιστα ακτίνα. Προφανώς στις τοποθεσίες αυτές απλώνονταν οι διάφοροι οικισμοί, προτού δημιουργήσουν την (Α)θανάτη.
Και ενώ είμαστε σχεδόν βέβαιοι πως απ’ τη συνένωση των γύρω οικισμών, που αναφέρθηκαν ήδη, προήλθε το σημερινό χωριό, είναι απορίας άξιο, που απ’ τα χωριά αυτά κανένα απολύτως δε διατήρησε το όνομα Μελίβοια ή έστω παραγωγό του, ώστε να φανερώνει έτσι την αρχική ονομασία της Ομηρικής μητρόπολης. Να το αποδώσουμε μήπως το γεγονός ότι, όταν ξαναχτίστηκε το τείχος στο κάστρο της Βελήκας πάνω στα ερείπια της Μελιβοίας, που λεηλατήθηκε από το Ρωμαίο Γναίο Οκτάβιο ύστερα απ’ τη μάχη της Πύδνας (168π.χ), η νέα πόλη ονομάστηκε Κενταυρόπολις, όπως μαρτυρεί ο Βυζαντινός Ιστορικός Προκόπιος, οπότε έτσι σβήστηκαν και τα γραμματικά ίχνη της Μελιβοίας; Είναι κι αυτή μια σκέψη μέσα στις τόσες που ακόμα δε μπορεί να δεθεί επιστημονικά.
Όπως όμως κι αν έχουν τα πράγματα, ο νέος οικισμός πήρε την ονομασία Θάνατος ή χώρα (χωρίον) Θανάτου ή χωρίο Αθανάτου, ή Θανάτου ή Αθανάτη ή Θανάτη!
Η ανυπαρξία πάντως σχετικής πληροφόρησης μας αναγκάζει να καταφύγουμε σε πιθανές υποθέσεις προσπαθώντας να τις στηρίξουμε πάνω στην παράδοση, στη ντοπιολαλιά μας, καθώς και στη λογική διεργασία.
Οι παραδόσεις από παππού σε εγγόνι (κι απ’ την πιθανή ίδρυση του χωριού μέχρι σήμερα μας χωρίζουν μονάχα 20 παππούδες) περί πανούκλας ή άλλων επιδημιών που έπεφταν κάθε τόσο και θέριζαν τεράστια τμήματα του πληθυσμού, χωρίς γραπτές βεβαιώσεις ελέγχονται ως ανακριβείς. Ακόμα και η ενθύμηση που σώθηκε και απ’ την οποία μαθαίνουμε πως το Δεκέμβρη του 1772 έπληξε το χωριό για δεύτερη φορά η πανούκλα και σκότωσε πάνω από 150 ανθρώπους, πάλι δε μας βοηθεί να υποστηρίξουμε ότι εξαιτίας του γεγονότος αυτού ονομάστηκε το χωριό είτε Θάνατος είτε (χώρα) Θανάτου, λόγω δηλαδή του θανατικού που έπεσε, ακριβώς επειδή η ονομασία ήδη υπήρχε αιώνες πριν, όπως μας βεβαιώνουν τα Οθωμανικά κατάστιχα της απογραφής του 1454! Άρα με μαθηματική λογική απορρίπτεται η πανούκλα ως ανάδοχος του ονόματος .
Μια άλλη άποψη σύμφωνα με την οποία στην ονομασία (χωρίον ή χώρα) Θανάτου θέλει το θανάτου γενική κτητική, οπότε το χωριό υπήρξε κτήμα κάποιου ονόματι Θανάτου ή Αθανάτου θεωρείται εντελώς αστήρικτη, δεδομένου ότι όχι μόνο δεν επιβεβαιώνεται από καμία γραπτή πηγή, αλλά ούτε καν συσχετίζεται με κάτι ανάλογο απ’ την προφορική μας παράδοση ή απ’ τα τοπωνύμια των κτηματικών μας περιφερειών. Αν μη τι άλλο ένας γαιοκτήμονας – ιδιοκτήτης χωριού ολόκληρου, θα έπρεπε να διατηρούσε υπό την κατοχή του τις πιο εύφορες κτηματικές εκτάσεις. Τοπωνύμιο όμως τέτοιο δε σώθηκε, ενώ σώθηκαν τόσα άλλα που παραπέμπουν σε ονόματα πιθανών εύπορων κτηματιών. Για παράδειγμα ας αναφέρουμε την περιοχή «Παλιάτη». Όσα κτήματα υπάρχουν εκεί , όλα ανεξαιρέτως ανήκουν σε κατοίκους του χωριού που φέρουν το επώνυμο Πλατσάς ή έστω κατάγονται από κάποιον Πλατσά. Άρα μια τέτοια αναγωγή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο αρχικός ιδιοκτήτης ενδεχομένως να ήταν κάποιος ονόματι Παλιάτης, άσχετα αν το επώνυμο αυτό εξέλιπε από την (Α)θανάτη, όπως χάθηκαν άλλωστε τόσα και τόσα άλλα. ( Η υπόθεση ότι η ονομασία αυτή προήλθε από τη λέξη παλάτι, οπότε έγινε παλιάτι σε ουδέτερο γένος δεν έχει κανένα λογικό ή ιστορικό έρεισμα). Επίσης θα μπορούσα αρκετά τέτοια παραδείγματα και θα πρέπει κάποια στιγμή να μας απασχολήσουν και τα τοπωνύμια αυτά. Ίσως στην ανάλυση τους βρούμε κάποιο φως……
Και στο σημείο αυτό ξαναγυρίζει στη σκέψη μου μια εύλογη απορία, που μπορεί να λάβει αρκετές προεκτάσεις. Πώς γίνεται και δεν έχει απομείνει ούτε μια γραπτή μαρτυρία, αποδεικτική σχετικά με την προέλευση της ονομασίας του συγκεκριμένου χωριού μέσα στους 6 αιώνες ζωής του; Θα απαντήσει κάποιος ότι και να υπήρχαν ορισμένα γραπτά, αυτά καταστράφηκαν όταν το 1943 οι Γερμανοί έκαψαν περί τα 80 σπίτια στο χωριό και μαζί το Κοινοτικό κατάστημα. Ενδεχομένως να είναι έτσι και να ήταν οι μόνες γραπτές μαρτυρίες, οπότε τις εξαφάνισε η πυρά. Δυσκολεύομαι όμως να δεχτώ πως ήταν οι μοναδικές. Πέρασαν άνθρωποι και άνθρωποι απ’ το χωριό αυτό. Είναι δυνατό κάποιοι ή κάποιος έστω να μην έχει καταγράψει μερικά πράγματα και να βρίσκονται τώρα είτε χαμένα και ξεχασμένα σε αποθήκες, είτε «κατεψυγμένα» μέσα σε βιβλιοθήκες, οι κάτοχοι των οποίων αρνούνται να τα φέρουν στην επιφάνεια; Μακάρι βέβαια να συμβαίνει κάτι ανάλογο, γιατί είναι στατιστικά βέβαιο ότι το πλήρωμα του χρόνου θα τα φέρει στο φως.
Αλλά παρά το γεγονός ότι η παράδοση μας για τα παλιότερα χρόνια δεν αναφέρει ονόματα γραμματισμένων του χωριού, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν στην κατοχή τους κάποια στοιχεία, οπότε και θα τα κληροδοτούσαν στους απογόνους των (υπάρχει Αθανατιώτης που έχει στα χέρια του την Αγία Γραφή σε έκδοση δερματόδετη, Λατινικά προλογισμένη, του 1535! Η καταγωγή του συγκεκριμένου ατόμου ανάγεται στην παραδοσιακή οικογένεια των Μπανταναίων που κατά το 16ο – 17ομ.χ αιώνα ήταν έμποροι μεταξιού και είχαν συναλλαγές ακόμα και με τη Βιέννη στην Αυστρία). Κατά το διάστημα όμως από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τις μέρες μας η (Α)θανάτη ανέδειξε αρκετούς εγγράμματους και διαπρεπείς επιστήμονες, που λογικά ορισμένοι απ’ αυτούς θα μπορούσαν να είχαν καταγράψει πολλά πράγματα. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε ή δε γνωρίζω να έγινε. Κι αναφέρομαι στους ήδη εκλιπόντες. Απ’ τους επιζώντες ακόμα – απ’ όσο είμαι σε θέση να ξέρω - κανείς ως τώρα δεν επιχείρησε κάτι ανάλογο. Να ορισμένα ονόματα εκλιπόντων:
- Ο «σοφός» δάσκαλος Βασίλης Παπαλεξανδρής
- Ο εξάδελφός του, δάσκαλος και γιατρός Γρηγόρης Παπαλεξανδρής
- Ο δικηγόρος Μιλτιάδης Καλαγιάς
- Ο δικηγόρος Δημήτρης Ζιάκας
- Ο ανθρωπιστής γιατρός και πολιτικός Γιάννης Γάλλος .
- Ο φιλόλογος Βασίλης Κορδίλας
- Η ευρύτερη οικογένεια των Ευθυμιαδαίων που αρκετά μέλη της επιδόθηκαν στα γράμματα.
Μα κι από τους Αγιώτες λόγιους ή επιστήμονες όπως ο Θ. Χατζημιχάλης, ο Μιλ. Δάλλας, ο Λέων Καλέργης, ο Ηλίας Γεωργίου, ο Δημ. Ηρακλείδης, ο Τάκης Καρδάρας κ.α πέρα από κάποιες σκόρπιες αναφορές επαρκή στοιχεία δε δίνονται.
Επίσης οι έρευνες που έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες από τον αείμνηστο Δημ. Αγραφιώτη ή οι πρόσφατες απ΄ τον Αρχιμανδρίτη Νεκτάριο Δρόσο και η μελέτη ορισμένων ενθυμήσεων από τον Αθανατιώτη Θεολόγο Στέφανο Κανδηλάρη, στο ζήτημα αυτό της ονομασίας του χωριού δεν έφεραν μέχρι τώρα κανένα αποτέλεσμα.
Αυτά λοιπόν και αρκετά άλλα με αναγκάζουν να καταπιαστώ με το ζήτημα αυτό κι ας γνωρίζω άριστα ότι προχωρώ χωρίς κανένα δείχτη ασφαλείας. Αρχή μου είναι η Σοφόκλειος ρήσις «αλωτόν το ζητούμενον εκφεύγει δε τ’ αμελούμενον». Κίνητρο μου, η πίστη στην επιστράτευση του λογικού και στον παραμερισμό των απαιτήσεων του θυμικού. Στόχος μου απώτερος όχι να κομίσω μιαν ακόμα «γλαύκα εις Αθήνας» - αρκετές κυκλοφορούν άλλωστε-, αλλά να προσελκύσω στην έρευνα και άλλους. Το ότι το ζητούμενο θα βρεθεί, το πιστεύω ακράδαντα. Το πώς και το πότε αδυνατώ να προσδιορίσω. Η έλλειψη σχετικών αναφορών, θέλω δε θέλω, με σπρώχνει σε μια τόσο τολμηρή, ίσως και αντιεπιστημονική διαδικασία, αλλά για μένα είναι μια ακόμα πρόκληση μέσα στις τόσες.
Λοιπόν: Απ’ όσα έχουμε στα χέρια μας μέχρι τώρα, η πρώτη επίσημη μαρτυρία για το όνομα του χωριού εμφανίζεται στα Οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα της απογραφής του 1454/55, όπου το χωριό αναγράφεται Sanatos. Έτσι ακριβώς σημειώνεται, έτσι ακριβώς μπορεί κανείς να το βρει στα οθωμανικά κατάστιχα.
Στο σχετικό φορολογικό πίνακα, όπου αναγράφονται 29 νοικοκυριά – ατυχώς σήμερα δεν έχει απομείνει κανένα απ’ τα επώνυμα των κατοίκων εκείνων- η ονομασία του χωριού βρίσκεται στην ονομαστική πτώση (Sanatos = Θάνατος). Η απορία μου όμως δεν έγκειται σ’ αυτό. Απλώς οι Τούρκοι μη μπορώντας να προφέρουν το αρχικό σύμφωνο Θ το μετέτρεψαν σε S. Η απορία μου βρίσκεται στο γιατί διατήρησαν μια τέτοια ονομασία, της οποίας η προφορά και μόνο παραπέμπει στην πιο παγερή αίσθηση, τη στιγμή που κάλλιστα μπορούσαν να δώσουν όποια ονομασία ήθελαν, όπως άλλωστε έκαμαν σε τόσα και τόσα άλλα σημεία της κατεκτημένης Ελλάδας, ακόμα και σε πολλά περίχωρα της Αγιάς και στην ίδια την Αγιά και στη Λάρισα ακόμα.
Μια λογική εξήγηση μπορεί να είναι η ακόλουθη: Να το διατήρησαν από επιμονή των προυχόντων του χωριού. Σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει το όνομα αυτό να εξέφραζε κάτι το πολύ σημαντικό για τους κατοίκους, οπότε οι Τούρκοι πείστηκαν και το διατήρησαν. Όμως τι θα μπορούσε να είναι αυτό το σημαντικό; Και κοντά σ’ αυτό θα πρέπει να αναφερθούν και τα ακόλουθα που έχουν το καθένα τη δική του ιδιαιτερότητα και σημασία.
1. Σ΄ ολόκληρη την επικράτεια του χωριού (ιδιωτική, κτηματική, δασική, θαλάσσια, ορεινή ή πεδινή) δεν υπάρχει κανένα τουρκικό τοπωνύμιο. Άρα εξαρχής της Τούρκικης κατάκτησης και σ’ όλους τους αιώνες της υποδούλωσης στην (Α)θανάτη επικρατούσε το ελληνικό στοιχείο σε όλους τους τομείς. Να μην είχαν εγκατασταθεί καν Τούρκοι στο χωριό και να περιορίζονταν μόνο στην είσπραξη των «δοσιμάτων» μέσω της Μητρόπολης Δημητριάδος; Φαντάζει από δύσκολο έως αδύνατο αφού με τον ερχομό των κατακτητών στην Ελλάδα, λίγο πριν το 1390, πιθανόν το 1386/87 πάτησαν το πόδι τους στην περιοχή του νομού Λάρισας, οι πιο πολλοί απ’ τους κατοίκους του νεοσύστατου τότε συνοικισμού της (Α)θανάτης έτρεξαν να κρυφτούν κι αυτός είναι ο λόγος που στην καταγραφή του 1390 το χωριό δε φαίνεται πουθενά, και επέστρεψαν όταν ομαλοποιήθηκε η κατάσταση, για να συνεχίσουν τη ζωή τους απρόσκοπτα. Μάλιστα μεταξύ των ετών 1455 – 1466 παρατηρήθηκε λίαν απότομη αύξηση του πληθυσμού, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί και το θυγατρικό χωριό Κιουτσούκ Θανάτη ή Κιουτσούκ Θάνατος = Μικρή (Α)θανάτη. Πρόκειται για τη σημερινή Κουτσουπιά, όπως θα δούμε παρακάτω. Μάλιστα η ανάπτυξη της (Α)θανάτης είναι τόσο ραγδαία, ώστε στην απογραφή του 1570 εμφανίζει 180 νοικοκυριά και 900 περίπου κατοίκους. Αυτό φυσικά φανερώνει ειρηνική συνύπαρξη με το Τούρκικο στοιχείο.
2. Απ’ τα πολυάριθμα και ποικιλόμορφα επώνυμα των (Α)θανατιωτών μέσα στους 6 αιώνες ζωής του χωριού τόσο απ’ τα εκλιπόντα, όσο κι απ’ τα διατηρούμενα ως τώρα, απ’ όσο μπορώ να εικάσω, μονάχα τρία αναδύουν οσμή Τουρκική. Κι αυτά είναι:
α) Κουτσ(ι)ούκης: Ήδη έχει εκλείψει λόγω του ότι δεν υπάρχουν πια αρσενικοί απόγονοι.
β)Καραμάνης: Κρατάει γερά προς το παρόν.
γ)Χαρατσής: Απ΄ τα πιο κραταιά και τα πλέον διαδεδομένα. Είναι απ΄ τα επώνυμα που κάμνουν και ¨εξαγωγή¨ μελών τους! (Μήπως το αρχικό είναι Χαρατζής κι όχι Χαρατσής;).
Όλα τα άλλα επώνυμα είναι είτε Ελληνόρριζα είτε Λατινόρριζα, ενώ αρκετά απ’ αυτά προέρχονται από λαϊκά παρατσούκλια. Επίσης θα πρέπει στο άμεσο μέλλον να μας απασχολήσουν και τα επώνυμα μαζί με τα διάφορα τοπωνύμια του χωριού. Μπορεί κι απ΄ αυτή την έρευνα να προκύψει κάτι το σημαντικό. Οι έρευνες που ήδη έχουν γίνει γύρω απ΄ τα τόσα πολλά Ομηρικά ονόματα στην (Α)θανάτη, καθώς και γύρω απ΄ το λεξιλόγιο της ευρύτερης περιοχής αποδεικνύουν ιστορική συνέχεια και συνέπεια. ( Οι σχετικές έρευνες είναι ήδη ανηρτημένες στο ΙΝΤΕΡΝΕΤ στα melivoiablogspot.gr και «Αγιώτικα Νέα» και τιτλοφορούνται: «Τα ονόματα της Αθανάτης» και «Η διάλεκτος της Μελιβοίας»).
Θα πρέπει να γίνει ειδική αναφορά στις παρακάτω τοπωνυμίες, καθώς παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, όσο βέβαια μας ενδιαφέρει η πάππου προς πάππου ονοματοδότηση τοποθεσιών. Εδώ περιμένω διαφωνίες, ενστάσεις και ζωηρό αντίλογο. Τον περιμένω και τον επιζητώ, διότι πάγια αρχή μου είναι το ότι η σύνθεση παράγεται μέσα απ’ τη σύγκρουση θέσης και αντίθεσης. Αρκεί να υπάρξει, προκειμένου να προσεγγίσουμε την αλήθεια. Εκθέτω λοιπόν τις θέσεις μου, θέσεις πάντα υπό αίρεσιν, και αναμένω .
α)Βελήκα ή Βελίκα;
Έχει πολύ μεγάλη σημασία η ορθή γραφή της λέξης. Το ζητούμενο όμως είναι ποια απ’ τις δυο θεωρείται ορθή. Αν θεωρήσουμε το –λι- ως ορθό, τότε θα πρέπει να δεχτούμε την άποψη της Α. Αβραμέα που σχετίζει την ονομασία Βελίκα με το τοπωνύμιο Cavo Verliqui, που σημειώνεται στους Ιταλικούς και Ελληνικούς χάρτες. Με το τοπωνύμιο αυτό δηλώνεται το ακρωτήρι Δερματάς. Ωστόσο κανένας δε μπορεί να αποκλείσει την περίπτωση η λέξη verliquiνα είναι ακουστική παραφθορά της ονομασίας Βιλίκα, ονομασίας που προϋπήρχε στην περιοχη. Πάντως στα Λατινικά λεξικά, όσο κι αν έψαξα λέξη με τέτοιο θέμα δεν βρήκα! Άρα κακώς ανατρέχουμε σ΄ αυτή την πηγή. (Α.Αβραμέα, Η Βυζαντινή Θεσσαλία, σελ.82). Αν θεωρήσουμε το –λη- ως ορθό, τότε θα πρέπει να προχωρήσουμε σε άλλους συσχετισμούς. Μπορώ κάπως τολμηρά να προβώ στον εξής διαλογισμό: Σήμερα Βελή(ί)κα ονομάζεται ολόκληρος ο παραλιακός κάμπος από τα όρια της Σωτηρίτσας μέχρι το ακρωτήρι Δερματάς. Η περιοχή αυτή τμηματικά ανέκαθεν έφερε διάφορες ονομασίες, όπως λ.χ. Τζιανή, Πόρος, Καρπολογάς, Βαρσάμη, Κεραμαριό, Κουλούρες, Καστριά κλπ.
Ξέρουμε επίσης ότι απ’ τις αρχές του 19ου αιώνα περιήλθε στον έλεγχο του Βελή Πασά, γιου του Αλή. Φαίνεται λοιπόν πιθανό η λέξη Βελήκα να προήλθε από τη σύμπτυξη των λέξεων Βελή κάμπος - Βελήκαμπος - Βελήκα. Αυτό θα μπορούσε να ενισχυθεί απ΄ το γεγονός ότι η περιοχή απ΄ το ρέμα της πλατανιάς και προς Βορά μέχρι τις κουλούρες εξακολουθεί να λέγεται Βελή.(«Στ’ Βιλή» λένε οι ντόπιοι). Με το συσχετισμό λοιπόν αυτό φαντάζει πιθανό ολόκληρος ο κάμπος νοτιότερα της περιοχής Βελή να θεωρούνταν ιδιοκτησία του Βελή, οπότε βασιζόμενοι στην προφορά των κατοίκων της περιοχής, καθώς κόβουν το –ου στο άρθρο της γενικής ενικού του = τ’, στου = στ’ , μπορούμε να υποθέσουμε ότι η φράση στου Βελή κάμπο, έφτασε να λέγεται στ’ Βελήκα. Από εκεί και πέρα μια και η λέξη λήγει σε –α – ήταν πολύ εύκολο να θεωρηθεί ως θηλυκού γένους = η Βελήκα (Βιλίκα στη ντοπιολαλιά, αφού σ΄ όλες τις λέξεις το ε όταν δεν τονίζεται προφέρεται ι).
Μια άλλη εκδοχή είναι να ονομάστηκε από το ρέμα Βιλίκα, που ξεκινάει απ΄ τα ριζά των χωριών Αθανάτη και Σωτηρίτσα και χύνεται στο σημείο που τώρα υψώνεται δίπλα το συγκρότημα των Ηλεκτρολόγων. Αν αυτή η εκδοχή είναι η πιο σωστή, τότε θα πρέπει να εγκαταλείψουμε όποια άλλη ερμηνεία και να στηρίξουμε αυτή την άποψη, δεδομένου ότι και το εκκλησάκι της Παναγίας, χτισμένο δίπλα στο ρέμα απ’ το 12ο αιώνα φέρει την ονομασία Παναγία Βιλίκα. Και προφανώς η ονομασία αυτή δόθηκε από τότε και δόθηκε εφόσον ήδη η ονομασία προϋπήρχε. Κατά συνέπεια δε μπορεί να ευσταθεί ούτε η υπόθεση κάποιων ότι η λέξη σχετίζεται με το Σλάβικο Veliki = μεγάλος. Εν τέλει αν η ονομασία του ρέματος σχετίζεται με κάποιον ιδιοκτήτη ονόματι Βιλίκα (ρέμα τ(ου) Βιλίκα) μονάχα σε υποθέσεις μπορούμε να το υποστηρίξουμε.
Σημείωση: Σε μια πολύ πρόσφατη ξενάγηση που έκαμα σε μια ομάδα Αθηναίων και, όταν μου ζητήθηκε να εξηγήσω την προέλευση της ονομασίας Βελήκα, αναφέρθηκα και στις 3 εκδοχές, με έκπληξη μου άκουσα από μια ηλικιωμένη γυναίκα, καταγόμενη από την Ηλεία της Πελοποννήσου, ότι η εκδοχή να προήλθε η ονομασία απ’ το Βελή κάμπος (Βελήκα απλοποιημένα) προβληματίζει ακριβώς το ίδιο και τους κατοίκους στη Βελήκα του νομού Ηλείας! Να είναι σύμπτωση άραγε; Ο William Martin Leake πάντως που πέρασε απ’ την περιοχή στις αρχές του 19ου αιώνα δεν κάνει καμιά σχετική αναφορά περί του τοπωνυμίου.
Προσωπικά, πάντως τάσσομαι υπέρ της τρίτης άποψης, της σχετικής με την ονομασία του ρέματος Βιλίκα που είναι και η παλαιότερη όλων, κι ας μη γίνεται ευκρινής η ετυμολογία της.
β)Μολύβια ή Μολίβια;
Και η λέξη αυτή μας παραδόθηκε προφορικά , οπότε δε μπορούμε με σιγουριά να υποστηρίξουμε ούτε την πρώτη μορφή ούτε τη δεύτερη. Ο λόγιος Ν. Γεωργιάδης το 1880 προσπαθώντας να τοποθετήσει την αρχαία Μελίβοια στη θέση Βίγλα, αναφέρθηκε για επιβεβαίωση και στην ονομασία του παρακείμενου λόφου Μολί(ύ)βια, που τη θεώρησε παραφθορά της λέξης Μελίβοια. Αυτό ανάγκασε αργότερα το Γ. Καρδάτο να κρίνει το Γεωργιάδη και να θεωρήσει τη λέξη ως παραλλαγή της Τούρκικης Μολοβά = ίσιωμα από πέτρες. Άλλωστε η θέση Μολί(ύ)βιαδε μπορεί να θεωρηθεί έδρα πόλης – κράτους, δεδομένου ότι είναι μια μικρή οχύρωση 10 στρεμμάτων ως έγγιστα. Μάλλον πρόκειται για ελληνιστικό φρούριο. Για την γραφή αν είναι λυ ή λί δεν έχουμε καμιά ένδειξη. Το πρώτο έχει σχέση με το μολύβι (μόλυβδος) ενώ το δεύτερο είναι μάλλον παραφθορά είτε του Μελίβοια είτε του μολοβά. Σημείωση: Μια πρόσφατη μαρτυρία Αθανατιωτών λέει το εξής: Στην περιοχή βρέθηκαν αρκετές ποσότητες λιωμένου μολυβιού. Αν αυτό είναι αληθές, τότε η ονομασία είναι Μολύβια.
γ) Ταρσανάς
Πρόκειται για την ονομασία του μικρού λιμανιού της Παλιουριάς. Η λέξη Ταρσανάς είναι Τούρκικης προέλευσης και σημαίνει ναύσταθμος, νεώριο, λιμανάκι. Απ’ τις πρώτες γραπτές αναφορές που έχουμε είναι και αυτή που δηλώνει ότι εκεί υπήρχε η Σκάλα Θανάτου, το επίνειο δηλαδή του χωριού του Θανάτου. Πάντως ότι η περιοχή αυτή πριν τη δημιουργία της (Α)θανάτης ήταν εμπορικό κέντρο καταδεικνύεται από το ληνό του 12ου αιώνα, που σώζεται στο ρέμα της Παλιουριάς.
δ) Κουτσουπιά
Θα συσχέτιζε κανείς το τοπωνύμιο με το δέντρο Κουτσουπιά. Όμως στην περιοχή αυτή μονάχα Κουτσουπιές δεν υπάρχουν. Κατεπέκταση ένας τέτοιος συσχετισμός είναι άνευ αντικειμένου. Το πιο πιθανό, για να μην πω βέβαιο, είναι ότι η ονομασία της περιοχής οφείλεται στην παραφθορά του τούρκικου επιθέτου Κιουτσούκ = μικρός. Είδαμε παραπάνω ότι το χωριό (Α)θανάτη μεταξύ του 1455 – 1466 παρουσίασε απότομη πληθυσμιακή αύξηση (πάντα βέβαια σύμφωνα με τα Τουρκικά κατάστιχα), οπότε δημιουργήθηκε το θυγατρικό χωριό Μικρός Θάνατος (Κιουτσούκ θάνατος). Βλέπουμε ότι το «θάνατος» διατηρείται παρά τον Τουρκικό προσδιορισμό Κιουτσούκ. Άρα δε μένει παρά να δεχτούμε ότι η ονομασία αυτή σήμαινε πολλά για τους Χριστιανούς κατοίκους της περιοχής. Στα 1506 καταγράφεται με 67 νοικοκυριά, ενώ στην απογραφή του 1570 τα νοικοκυριά ανέρχονται σε 68. Στα μέσα του 17ου αιώνα συγχωνεύτηκε με το μητρικό χωριό, ενώ οι κάτοικοί του συνέχισαν να εκμεταλλεύονται τις γεωργικές ιδιοκτησίες τους.
Απ’ το Κιουτσούκ θάνατος λοιπόν και καθώς τα χωριά της περιοχής καθιέρωναν ονομασίες θηλυκού γένους, οπότε και ο θάνατος γίνεται Θανάτη, το θυγατρικό χωριό πέταξε το θάνατος και προσπάθησε να θηλυκοποιήσει το Κιουτσούκ σε Κουτσουκιά - Κουτσουπιά – Κουτσπιά (όπως ακούγεται σήμερα). Ενισχυτικό σ’ αυτή την ερμηνεία είναι και το ότι στη ντόπια διάλεκτο υπάρχει το επίθετο κούτσικος που σημαίνει μικρός! Απ’ την ίδια ρίζα προφανώς και το χαμένο πια επώνυμο Κουτσ(ι)ούκης. Κι εφόσον η ονομασία Κουτσουπιά παραμένει ακόμα στο συγκεκριμένο οικισμό μεταξύ Παλιουριάς και Κόκκινου Νερού δεν πρέπει να ταλαντευόμαστε αν το χωριό Κιουτσούκ θάνατος βρισκόταν στη σημερινή Κουτσουπιά ή αν ήταν το Παλιοχώρι.
ε) Κόκκινο Νερό
Πρόκειται για τον οικισμό που χτίστηκε στο σημείο, όπου στα προχριστιανικά χρόνια εκτεινόταν η πόλη των Ευρυμενών ή Ερυμνών. Πήρε την ονομασία απ’ το νερό της περιοχής, το οποίο λόγω των τεραστίων ποσοτήτων σιδήρου και θείου που εμπεριέχει, αφήνει κοκκινωπό χρώμα στις κοίτες των ρυακιών απ’ όπου περνάει. Οι Τούρκοι και εδώ δεν έδωσαν δικό τους όνομα. Απλώς μεταγλώττισαν την ελληνική ονομασία σε Κιτζιλ σο = Κόκκινο νερό. Στην απογραφή του 1570 εμφανίζεται με 38 νοικοκυριά. Και το χωριό αυτό σταδιακά συγχωνεύτηκε με το μητρικό. Ειδικότερα όταν μετά την καταστροφή της Χίου (1822) έφτασαν στον οικισμό νησιώτες πρόσφυγες. Χαρακτηριστική περίπτωση η οικογένεια των Αργυραίων, που εγκαταστάθηκε στην περιοχή «Μητσιάρα». Σημείωση: Για την ιστορία και μόνο: Απ΄ το Κόκκινο Νερό έφυγε και ο μακρινός μου πρόγονος Νικόλαος Τσιντζιράκος, παππούς του παππού μου, για να εγκατασταθεί στην (Α)θανάτη λίγο πριν την επανάσταση του ΄21.
στ) Τσάγεζι (Στόμιο)
Η ονομασία Τσάγεζι ακολουθεί μια αρκετά ταλαιπωρημένη διαδρομή μέσα στο χρόνο. Γεωγραφικά βρίσκεται πάνω στην εκβολή του Πηνειού ποταμού. Στην περιοχή βρέθηκαν δείγματα αρχαίου ελληνικού οικισμού, χωρίς ωστόσο να υπάρχει αναφορά συγκεκριμένης ονομασίας. Συναντούμε το τοπωνύμιο στην αναφορά που κάνει ο Γ. Πλίνιος σχετικά με τις Μαγνητικές πόλεις και το ονομάζει Οstium Penii = Στόμιον (εκβολή) Πηνειού! Και προφανώς ως Στόμιον ταξιδεύει μέσα στο χρόνο, ώσπου οι Οθωμανοί μεταγλωττίζοντας τη λέξη το ονόμασαν τζάϊ αγίζ = εκβολή ποταμού! (Και εδώ δεν άλλαξαν το όνομα, απλώς το μεταγλώττισαν. Να υπήρχαν άραγε κάποιοι προύχοντες στην ευρύτερη περιοχή της (Α)θανάτης, που ασκούσαν επιρροή στους Οθωμανούς;) Απ’ το τζάϊ αγίζ εξελληνίστηκε σε Τζάγεζι αρχικά, Τσάγεζι στη συνέχεια και Τσιάζι στην Αγιώτικη διάλεκτο. Σήμερα σημειώνεται ως Στόμιο.
Ας επανέλθουμε όμως στην ονομασία θάνατος. Απ’ τη στιγμή που αρχικά καταγράφηκε ως Sanatos (θάνατος) στην ονομαστική πτώση και χωρίς το Α στην αρχή (σε μια τέτοια περίπτωση είναι υπερβέβαιο ότι θα καταγράφονταν απ’ τους Οθωμανούς Asanatos), συμπεραίνουμε ότι η αρχική ονομασία του χωριού ήταν Θανάτη, θηλυκού γένους. Κι όταν οι Τούρκοι διαπίστωσαν τη σημασία και την προέλευση της λέξης το μετέφεραν στην ονομαστική για λόγους ευκολίας ίσως αλλάζοντας το δύσκολο στην προφορά δασύ ¨Θ¨ με το απλό και εύκολο ¨S¨. Αυτό λοιπόν βρήκαν οι Οθωμανοί και αυτό διατήρησαν χωρίς να έχουμε επαρκή εξήγηση ούτε γιατί καθιερώθηκε απ’ τους Έλληνες κατοίκους ούτε γιατί διατηρήθηκε από τους Τούρκους κατακτητές.
Αλλά και Αθανάτη να ήταν αρχικά, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, τότε ενισχύεται πιο πολύ η άποψη μας πως το «Θανάτη» υποδηλώνει το μεγάλο πλήγμα που δέχεται μια περιοχή απ’ τα απανωτά χτυπήματα του θανάτου. Στο Αθανάτη το Α δεν είναι στερητικό, παρά είναι επιτατικό και μπαίνει στην αρχή λέξης για να επιτείνει πιο πολύ τη σημασία της. (π.χ. αχανής). Αυτό μας αναγκάζει να σκεφτούμε ότι οι κάτοικοι, οι αρχικοί κάτοικοι του συνοικισμού, που συγχωνεύτηκαν από τα γύρω χωριά, έδωσαν αυτό το όνομα σαν μια αντίδραση τους να ξορκίσουν το κακό απ’ τα συνεχή θανατικά που έπεφταν κάθε τόσο, είτε από επιδημίες είτε από επιδρομές αλλόφυλων. Κι αν κανείς λάβει υπόψη του την ολοσχερή καταστροφή της Μελιβοίας το 168 π.χ απ’ τους Ρωμαίους, την εγκατάλειψη επί αιώνες της ακροπόλεως στο κάστρο της Βελήκας, την επανακατοίκηση του τον 6ομ.χ αιώνα επί Ιουστινιανού, αλλά και την τόσο γρήγορη επανερήμωσή του κατά τον 8ο αιώνα, πρέπει αναγκαστικά να συμπεράνει ότι και στη συνέχεια οι οικισμοί που δημιουργήθηκαν στις γύρω πλαγιές του Κισσάβου ζούσαν απανωτά παρόμοιες καταστάσεις απ’ τις συνεχείς και αδιάκοπες επιδρομές Σταυροφόρων, Πειρατών, Καταλανών, Αράβων κ.α, ώσπου ήρθαν οι Οθωμανοί λίγο πριν το 1390.
Λόγω των καταστάσεων αυτών φαίνεται πολύ πιθανό κάπου εκεί στα τέλη του 14ου αιώνα να συγχωνεύτηκαν τ’ απομεινάρια απ’ τα συνεχή πλήγματα του θανάτου, και να προχώρησαν στη δημιουργία του ενιαίου συνοικισμού στο σημείο του σημερινού χωριού, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα χτυπήματα του θανάτου. Ίσως αυτός να είναι και ο κυριότερος λόγος που δόθηκε το όνομα αυτό σε μια προσπάθεια εξευμενισμού του θανάτου. Κι ίσως σ’ αυτό να οφείλεται η επιμονή των κατοίκων να διατηρήσουν το όνομα του χωριού τους στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Πάντως αν κανείς το προσέξει πιο καλά στο άκουσμα του ονόματος «Θανάτη» ελάχιστα έως μηδενικά δημιουργείται στη σκέψη μας συνειρμός που παραπέμπει στο θάνατο. Είναι περίπου όπως το αντρικό όνομα Θανάσης. Ενώ το Αθανάσιος υποδηλώνει την αθανασία, το χαϊδευτικό Θανάσης, χωρίς το στερητικό Α, λογικά θα έπρεπε να υποδηλώνει το αντίθετο. Κι όμως ανάλογος συνειρμός δεν δημιουργείται. Κάτι αντίστοιχο πιστεύω έγινε και με τους κατοίκους του χωριού και επέλεξαν τη συγκεκριμένη ονομασία. Τα απειράριθμα δείγματα κατοίκησης πληθυσμών σ’ ολόκληρο το όρος των Κελλίων (Κίσσαβος, στην ανατολική του πλευρά), τα πάμπολλα μοναστήρια, τα όστρακα, οι πήλινοι αγωγοί μεταφοράς λαδιού και κρασιού σε διάφορα σημεία της ευρύτερης περιοχής, γίνονται αδιάψευστοι μάρτυρες αναγκαστικής εγκατάστασης και μαζί βίαιης εγκατάλειψης και συγκέντρωσης των κατοίκων σε ενιαίο συνοικισμό. Κι όλο αυτό το βίαιο ανακάτεμα που έφερε την ερήμωση των γύρω οικισμών πρέπει να έλαβε χώρα απ’ το 1204 και εξής, όταν πραγματοποιήθηκε η άλωση της Πόλης απ’ τους Φράγκους και ουσιαστικά καταλύθηκε η Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ήρθαν στη συνέχεια Ενετοί, εγκαταστάθηκαν στα στρατηγικότερα σημεία της Ελλάδας, δημιουργήθηκαν τα Δεσποτάτα κ.λ.πκ.λ.π, οπότε οι εναπομείναντες ντόπιοι πληθυσμοί έπρεπε να βρουν κρύπτες για την άμυνα τους, ειδικότερα όταν στην περιοχή μας ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός στα μέσα του 13ου αιώνα ύψωσε το κάστρο του Πλαταμώνα ελέγχοντας στην ουσία ολόκληρη την παράκτια περιοχή από τη Θέρμη μέχρι και το Πήλιο. Αυτοί πιστεύω πως είναι οι βασικότεροι λόγοι για τους οποίους η (Α)θανάτη βρίσκεται έκτοτε εγκατεστημένη εκεί όπου βρίσκεται. Όμως επισταμένη και αναλυτική περιγραφή θα είμαστε σε θέση να δώσουμε, όταν δέσουμε σε σώμα την ιστορία της περιοχής. Είναι ζήτημα χρόνου.
Αλλά για την ονομασία του χωριού θα πρέπει να επικαλεστώ και τη βοήθεια της (Α)θανατιώτικης (και Αγιώτικης ευρύτερα) διαλέκτου. Και η διάλεκτος αυτή είναι η ίδια από συστάσεως του χωριού μέχρι και σήμερα, καθόσον οι κοινωνικές, οικονομικές και εκπαιδευτικές ακόμα συνθήκες, που επί αιώνες έμειναν αναλλοίωτες δε δικαιολογούν διαφοροποίηση. Επιμένω λοιπόν οτι ως τοπωνύμιο επιλέχτηκε αρχικά το θηλυκό ουσιαστικό Θανάτη κι όχι το πλεοναστικό χώρα ή χωρίο(ν) θανάτου ή Αθανάτου. Στη ντοπιολαλιά μας ανάμεσα στα άλλα ιδιώματα υπάρχει και τούτο: Τα αρσενικά ονόματα , κύρια ή προσηγορικά, που λήγουν σε –ος (-ους στη γλώσσα μας: η Μήτσιους, η Χάρους, η άνθρουπους …….) διατηρούν συνήθως την κατάληξη –ου στη γενική του ενικού, είτε το –ου αυτό είναι τονισμένο είτε είναι άτονο, ενώ παράλληλα και ταυτόχρονα το αποβάλλουν από τη γενική του άρθρου: του = τ’ .
Ο (Α)θανατιώτης θα προφέρει:
του ανθρώπου = τ’ άνθρωπου, όχι τ’ ανθρώπ’
του Μήτσιου = τ’ Μήτσιου, όχι τ’ Μήτσ’.
Συνήθως όμως τα προπαροξύτονα αρσενικά σε –ος στη γενική του ενικού μετατρέπουν το καταληκτικό –ου σε –η χωρίς ωστόσο να κατεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα. Για παράδειγμα: η δάσκαλους, τ’ δάσκαλη, η Λάζαρους τ’ Λάζαρη, η Στέφανος τ’ Στέφανη. Λογικά λοιπόν και η λέξη θάνατος στη γενική έπρεπε να σχηματίζεται τ’ θάνατη και όχι τ’ θανάτη, πράγμα που περιπλέκει περισσότερο τη διευκρίνηση της αρχικής ονομασίας του χωριού. Ίσως γι’ αυτό οι Οθωμανοί να το έγραψαν αρχικά Sanatos (=Θάνατος).
Λέμε: « Γλίτουσι απ’ τ’ χάρου τα δόντια…»
Οπότε αν ήταν Θανάτου η αρχική ονομασία, τότε θα την διατηρούσαν και οι Οθωμανοί. Απομένει συνεπώς να παραμείνουμε στο Θανάτη, Sanat το έγραφαν και οι Τούρκοι ύστερα απ’ την απογραφή του 1454/55. Καθώς το τελικό –η ακούγεται ελάχιστα στην προφορά, όπως ακριβώς συμβαίνει στη διαλεκτό μας με όλα τα ονόματα, θηλυκά ή ουδέτερα που τελειώνουν σε όποιο(-ί-), αλλά και με τα πρόσωπα των ρημάτων που περιέχουν (-ί-) στην κατάληξη και το (-ί-) αυτό είναι άτονο. Κι ακούγεται τόσο όσο χρειάζεται να σπάζει κάπως τον ξερό φθόγγο του συμφώνου που προηγείται του (-ι-).
Π.χ η βρύση κι όχι η βρύσ’
Του κατσίκι κι όχι του κατσίκ’
Έχει και όχι έχ’
Η θανάτη κι όχι η θανάτ’
Βεβαίως η εκφορά των λέξεων γίνεται πιο αντιληπτή με την προφορά παρά με την οπτική εικόνα.
Συνεπώς οι αναφορές όπως χώρα θανάτου, χωρίο(ν) θανάτου ή Αθανάτου, ή σκέτο Θανάτου είναι κατασκευάσματα των λογίων ή των γραμματισμένων, καθώς αυτό το Θανάτ(η) το θεώρησαν εξαρχής ως τη γενική, (του) θανάτου. Έτσι δικαιολογούνται οι αναφορές των Δημητριέων (Φιλιππίδη – Κωνσταντά), του Αργύρη Φιλιππίδη, του William Martin Leake, του Γεωργιάδη κ.α, που την ονομάζουν Θανάτου (χώρα Θανάτου). Με την πάροδο του καιρού το Θανάτη θα γίνει Αθανάτη σε μια προσπάθεια να φορτιστεί η λέξη με την αίγλη της Αθανασίας. Το Α όμως (είδαμε και προηγουμένως) δε μπορεί να είναι στερητικό, και οι λόγιοι το γνώριζαν άριστα, γιατί με την προσθήκη του στερητικού Α το επίθετο που σχηματίζεται είναι μεν τριγενές, αλλά δικατάληκτο. Δηλαδή, ο,η αθάνατος, το αθάνατον. Επομένως σε μια τέτοια περίπτωση το χωριό θα λεγόταν η Αθάνατος κι όχι η Αθανάτη. Άλλωστε και στη δημοτική μας γλώσσα το θηλυκό του Αθάνατος έγινε Αθάνατη κι όχι Αθανάτη! (Να γιατί η σημασία του ορθού τονισμού είναι τεράστια).
Κι ίσως αυτός να είναι ο λόγος που απ’ τις αρχές του περασμένου αιώνα οι λόγιοι ονόμαζαν (προφορικά και γραπτά) το χωριό Αθάνατον, σε ουδέτερο γένος, παρόλο που στη δήλωση του τόπου, σε επιστολές ή σε έγγραφα, και οι ίδιοι ακόμα συνέχιζαν να γράφουν ¨’εν ’Αθανάτη …….. ¨. Έχω στα χέρια μου φακέλους επιστολών οι οποίες στέλνονταν σε παραλήπτες στη διεύθυνση:
’Αθάνατον
‘Αγυιάς
Λαρίσης
{Greece}
Απ’ όλα λοιπόν όσα αναφέρθηκαν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εξαρχής ονομασία ήταν Θανάτη και οι κάτοικοι Θανατιώτες, όπως ακριβώς τους ονομάζει ο Κορδάτος, όταν στα 1864 μέσα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής πήραν από τα χέρια του Παπα - Αλέξη το κείμενο του επιτιμίου και το έκαμαν χίλια κομμάτια. Με το κείμενο αυτό ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Δωρόθεος έστειλε αφορισμό σε ολόκληρο το χωριό, γιατί αρνούνταν να καταβάλλουν τα «δοσίματα». Και μπορεί ο Δεσπότης να έριξε αφορισμό, μπορεί οι κάτοικοι να είχαν συναίσθηση της ονομασίας του χωριού τους, αλλά προτίμησαν να επαναστατήσουν και να ποδοπατήσουν με μανία τη μικροψυχία του Δεσπότη τους, παρά να υποκύψουν μοιρολατρικά. Συνέχισαν ωστόσο το βίο τους Χριστιανικά, ως το 1969 (16 Νοεμβρίου), οπότε και λύθηκε ο αφορισμός με ενέργειες του μακαριστού ιερέα παπα-Κώστα Γαλλιώτα. Την άρση του επιτιμίου έκαμε ο μακαριστός επίσης Μητροπολίτης Δημητριάδος Ηλίας. Δηλαδή το χωριό ολόκληρο ήταν «αφορισμένο», επί 105 συνεχή χρόνια!
Άρα η γενιά μου ήρθε στη ζωή αφορισμένη…….
Εν κατακλείδι θέλω απλά να σημειώσω ότι η εκφορά της λέξης Θανάτη ή Αθανάτη ως τοπωνύμιο του χωριού μάλλον δεν άφηνε την παραμικρή οσμή θανάτου, μια που δεν παρέπεμπε σε τέτοιου είδους συνειρμούς. Μπορεί να γινόταν αρχικά, στη συνέχεια όμως αποφορτίστηκε πλήρως απ’ αυτή την παγερή αίσθηση.
Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος
Μέλος της Ομάδας Ιστορικής Έρευνας Δήμου Αγιάς
«Δημήτρης Αγραφιώτης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου