Translate

20140430

ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΣΤΗΝ ΜΕΛΙΒΟΙΑ.


Στα καπριά του Κισσάβου

Στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Κισσάβου το κυνήγι ήταν πάντα μια ενασχόληση άρρηκτα δεμένη με τη ζωή των κατοίκων και τα θηράματα, κομμάτι διαχρονικά της διατροφής τους.

Σήμερα που χάρη στις αποδοτικές καλλιέργειες των δέντρων έχουν εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό εισόδημα, οι κάτοικοι της Μελίβοιας συνεχίζουν να κυνηγάνε και, κατά κοινή ομολογία, έχουν πολλές επιτυχίες.

Οσοι απαρτίζουν τις παρέες των κυνηγών γνωρίζουν πολύ καλά το έδαφος και τη μορφολογία της περιοχής τους και κατά συνέπεια και τις κινήσεις όλων των θηραμάτων
Προσθήκη λεζάντας


Οσοι απαρτίζουν τις παρέες των κυνηγών γνωρίζουν πολύ καλά το έδαφος και τη μορφολογία της περιοχής τους και κατά συνέπεια και τις κινήσεις όλων των θηραμάτων
Οι επιτυχίες οφείλονται στο γεγονός ότι όσοι απαρτίζουν τις παρέες των κυνηγών είναι μόνιμοι κάτοικοι της Μελίβοιας, οι οποίοι ασχολούνται με τη δεντροκαλλιέργεια και άλλα αγροτικά επαγγέλματα κι έτσι γνωρίζουν πολύ καλά το έδαφος και τη μορφολογία της περιοχής τους και κατά συνέπεια και τις κινήσεις όλων των θηραμάτων. Υπάρχει ακόμη διαρκή άμιλλα μεταξύ των ομάδων κυνηγών του χωριού, στην καλή εκπαίδευση των σκυλιών και φυσικά υπάρχει η εμπειρία που έχουν αποκτήσει από την παιδική τους ηλικία σε κάθε είδος κυνηγιού με σεβασμό των κανόνων του και φυσικά του ίδιου του θηράματος.

Αδύνατα όπλα

«Στους παλαιότερους χρόνους» μας αφηγείται ο Θόδωρος Ρήγας (1934), κυνηγούσαν όσοι είχαν όπλα, γκράδες πρώτα και μετά μονόκανα. Κυνηγούσαν κυρίως λαγούς και πουλιά, τα αγριογούρουνα τότε ήταν πολύ λίγα και παρά το ότι είχαμε αδύνατα όπλα, τα καταφέρναμε. Οι περισσότεροι όμως τότε έβαζαν παγίδες κι έτσι κατάφερναν να πιάσουν αρκετά θηράματα. Εβαζαν σίδερα αλλά δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που έσκαβαν λάκκους στα χωράφια τους και έπεφταν μέσα τα αγριογούρουνα. Στον πόλεμο, όταν οπισθοχώρησαν οι Εγγλέζοι μπροστά στη δύναμη των Γερμανών, παράτησαν πολλά πολεμικά όπλα Enfield και αρκετά πυρομαχικά. Ολοι σχεδόν τότε αποκτήσαμε από ένα αλλά σε λί

γο ήρθαν οι Ιταλοί και μας τα μάζεψαν. Πάλι όμως υπήρξαν κάποιοι που έκρυψαν αρκετά. Πού να πυροβολούσαμε όμως; Θα μας άκουγαν και θα είχαμε άσχημα ξεμπερδέματα. Γι' αυτό και το ρίξαμε πάλι στις παγίδες κι έτσι πορευτήκαμε μέχρι που τέλειωσε και ο Εμφύλιος. Αλλά και αρκετά χρόνια μετά συνεχίσαμε τις παγίδες καθώς τότε το κράτος φοβόταν τους κομμουνιστές και μας έβαζαν συνέχεια περιορισμούς».
Κυνηγούσαν όσοι είχαν όπλα, γκράδες πρώτα και μετά μονόκαννα. Κυνηγούσαν κυρίως λαγούς και πουλιά, τα αγριογούρουνα τότε ήταν πολύ λίγα
Προσθήκη λεζάντας

Κυνηγούσαν όσοι είχαν όπλα, γκράδες πρώτα και μετά μονόκαννα. Κυνηγούσαν κυρίως λαγούς και πουλιά, τα αγριογούρουνα τότε ήταν πολύ λίγα
Ετσι λοιπόν στη Μελίβοια, καθώς όλοι ασχολούνταν με τις παγίδες, επόμενο ήταν να έχει και καλούς σιδεράδες για να τις κατασκευάζουν. Από αυτούς θυμούνται τον Χαπίτα και τον Κωνσταντινίδη. Από τους καλύτερους δε παγιδάδες ήταν ο Βάρδας, ο οποίος όργωνε κυριολεκτικά τον Κίσσαβο και γι' αυτό και τον είχαν βάλει στο μάτι οι ανταγωνιστές του από τα άλλα χωριά, σε σημείο μάλιστα που έβαζαν παγίδες για να τον πιάσουν. Ηταν όμως τόσο έμπειρος που ποτέ δεν έπαθε τίποτα. Εκεί όμως που οι Μελιβοιώτες έκαναν θραύση με τις παγίδες ήταν τα κουνάβια, καθώς αυτά αποτελούσαν πηγή πλούτου κυριολεκτικά γιατί τα τομάρια τους ήταν πολύτιμα για τη γουνοποιία. Υπήρχαν άνθρωποι, όπως ο συνομιλητής μας, που έπιαναν παραπάνω από δέκα τον χρόνο και κέρδιζαν τόσα χρήματα όσα χρειάζονταν για το ψωμί της χρονιάς. Ερχόταν έμπορος από την Αγιά και τα αγόραζε αλλά πολλές φορές προτιμούσαν να τα πηγαίνουν οι ίδιοι να τα πουλάνε ακόμη και στον Βόλο.
Προπολεμική γενιά
Στα καπριά του Κισσάβου
Προσθήκη λεζάντας
Ο Θόδωρος Μακρής πρόλαβε να γνωρίσει την ιστορική, προπολεμική γενιά των κυνηγών της 
Μελίβοιας: τον Στέλιο Στεφανάρα, τον Γιάννη Πλάδα, τον Μίλτο Τσιάρα, τον Γιώργο Πενήντα, τον Γιάννη Γκουντάρα από τους οποίους οι περισσότεροι κυνηγούσαν με εμπροσθογεμή και λίγοι με μονόκαννα. Αρκετοί από αυτούς ήταν ξακουστοί για τα καλά σκυλιά που έφτιαχναν, ειδικά ο Γιάννης Πλάδας, όλα γκέκικα. Κυνηγούσαν κυρίως λαγούς και αγριογούρουνα με όλους τους τρόπους. Εκείνα τα χρόνια επίσης, στη Μελίβοια διατηρείται ο θεσμός των «σκυλάδων», χωριανών δηλαδή που παίζουν τον ρόλο του σκύλου και ξετρυπώνουν τα αγριογούρουνα και οι οποίοι παίρνουν μερίδιο όπως όλοι. Ο πιο ονομαστός από αυτούς ήταν ο Βασίλης Γκουντάρας, ο επονομαζόμενος και «μαέστρος των σκυλάδων»!
Την πρώτη μεταπολεμική γενιά κυνηγών της Μελίβοιας, η οποία είχε και τα γνωστά προβλήματα με τα όπλα γιατί το κράτος τους θεωρούσε αριστερούς, αποτελούσαν εκτός από τον Θόδωρο Μακρή, ο Βασίλης Λέτσιος, ο Βασίλειος Μπαντάνης, ο Βασίλειος Γκανάτσιος, ο Βασίλειος Γκλόμπας, ο Δημήτρης Δοβώρης, και ο Βασίλειος Μιχαήλ ο οποίος είχε καλό σκυλί όπως και ο Θόδωρος το Αραπής. «Οπου θέλαμε κυνηγούσαμε», λέει ο Θόδωρος. «Ολος ο τόπος δικός μας ήταν. Δεν είχαν κάνει το καταφύγιο ακόμη στον Κίσσαβο και ανεβαίναμε στο βουνό, πηγαίναμε παντού. Περιοριστήκαμε το 1974 σαν έγινε το καταφύγιο μέχρι κάτω τη Βελίκα. Προσπάθησαν να κάνουν ελεγχόμενη ολόκληρη την περιοχή και να αφήσουν μόνο 1.500 ελεύθερα στρέμματα αλλά αντιδράσαμε και το 1981, επί Σημίτη στο υπουργείο Γεωργίας, καταλήξαμε στα σύνορα που είναι σήμερα.
Στα καπριά του Κισσάβου
Και αυτή η γενιά των κυνηγών ξεκίνησε με λαγούς, φάσες και άλλα πουλιά, λίγα αγριογούρουνα και βεβαίως, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 με κουνάβια. Παράλληλα ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, καλλιεργούσαν κυρίως κορκάρι και όσπρια αλλά δεν επαρκούσαν και καθώς δεν υπήρχαν και πολλές άλλες δουλειές να συμπληρώνουν το μεροκάματο, οι περισσότεροι νέοι πήγαιναν στα καράβια απ' όπου άρχισαν να φέρνουν, σαν γυρνούσαν στο χωριό, καινούργια όπλα, δίκαννα και επαναληπτικές καραμπίνες και έτσι σιγά-σιγά αρχίζει να αλλάζει και ο χαρακτήρας του κυνηγιού στη Μελίβοια. Από τη δεκαετία του '70 επίσης αρχίζουν να αλλάζουν καλλιέργειες και να φυτεύουν δέντρα, καστανιές κυρίως, κερασιές και μηλιές. Τούτο, με το πέρασμα του χρόνου και την αύξηση της παραγωγής των καρπών και την καθιέρωσή τους λόγω της εξαιρετικής τους ποιότητας στην αγορά, είχε ως αποτέλεσμα και άλλες αλλαγές στην τοπική κοινωνία και στο κυνήγι.
Ετσι σήμερα η Μελίβοια είναι ένα μεγάλο χωριό, γύρω στα 800 άτομα όπου όλοι ασχολούνται με τα δέντρα και έχουν ένα αρκετά καλό εισόδημα από τα κάστανα και τα κεράσια. Για να προκύψει όμως αυτό απαιτείται αρκετός κόπος και χρόνος καθώς αυτές οι καλλιέργειες απαιτούν πλέον εξειδίκευση και διαρκή ετοιμότητα. Ετσι ενώ την άνοιξη και το καλοκαίρι με τα μήλα και τα κεράσια δεν έχουν κανένα πρόβλημα με το κυνήγι καθώς είναι απαγορευμένο, τώρα το φθινόπωρο με τα κάστανα, τον «θησαυρό της Μελίβοιας» καθώς τα αποκαλούν, δεν βλέπουν την ώρα να τα μαζέψουν και να ασχοληθούν με το κυνήγι. Δεκαπέντε μέρες ενώ βλέπουν τα χνάρια των γουρουνιών μέσα στα χωράφια που μαζεύουν κάστανα, κάθονται κυριολεκτικά πάνω στα κάρβουνα και μόλις πάρουν ανάσα, πιάνουν τα όπλα και τα σκυλιά και ξαμολιούνται στο κυνήγι.
Στα καπριά του Κισσάβου

Δυο ομάδες...

Στο μεταξύ, με το πέρασμα των χρόνων, η πρώτη μεταπολεμική γενιά που αναφέραμε, στην ηλικία του Θόδωρου Μακρή, έχει αποσυρθεί άλλοι στα σπίτια τους και άλλοι στον ουρανό. Το κυνήγι είναι πλέον υπόθεση των νεότερων οι οποίοι έχουν δημιουργήσει δυο ομάδες κυνηγών στη Μελίβοια, τα «Ξουράφια» και τα «Μονόκαννα» ή «Κομπουρδέλια» όπως αποκαλούνται μεταξύ τους ενώ υπάρχει και μια τρίτη ομάδα, τα «ΚΑΠΗ», που όπως δηλώνει και το όνομά της αποτελείται από λίγους ηλικιωμένους που δεν λένε να παρατήσουν το κυνήγι. Για να μην υπάρχουν προβλήματα με το κυνήγι των τριών ομάδων, στη Μελίβοια, έχουν χωρίσει την περιοχή τους, η οποία σημειωτέον βρίσκεται κάτω από την ελεγχόμενη ζώνη κυνηγιού του Κισσάβου και φτάνει σχεδόν μέχρι τις αυλές των σπιτιών τους, σε τρεις ζώνες και καμιά ομάδα, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, δεν μπαίνει στο έδαφος της άλλης ενώ δεν λείπουν κατά καιρούς και τα «μεθοριακά» επεισόδια.
Ο «στρατηγός» των κυνηγών της Μελίβοιας, Θόδωρος Ρήγας
Προσθήκη λεζάντας

Ο «στρατηγός» των κυνηγών της Μελίβοιας, Θόδωρος Ρήγας
Ο πυρήνας για τις ομάδες «Ξουράφια» και «Κομπουρδέλια» ήταν οι παρέες που είχαν οι Μελιβοιώτες, ενώ όποιος θέλει μπορεί να φύγει από τη μια και να πάει στην άλλη όποτε θέλει χωρίς να δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα. Φυσικά και υπάρχουν κάποια ιδιαίτερα στοιχεία, τόσο στην προσωπικότητα του κάθε κυνηγού που τους υποχρεώνουν να διαλέξουν τη μια ή την άλλη, αλλά αυτά είναι τόσο δύσκολα και περίπλοκα που μόνο αυτοί οι ίδιοι καταλαβαίνουν. Σημασία πάντως έχει ότι πέρα από τον ανταγωνισμό και τούτο είναι απόλυτα φυσικό, τίποτα άλλο δεν τους χωρίζει και πολλές φορές ακόμα και στις πιο σκληρές αντεκλήσεις, βρίσκουν λύσεις.
Εγώ βρέθηκα στη Μελίβοια το περασμένο Σαββατοκύριακο και πήγα κυνήγι συνοδευόμενος από τον Δημήτρη Δοβώρη, με τα «Ξουράφια», αρχηγός της οποίας είναι ο μπαρμπα-Θόδωρος Ρήγας, στην περιοχή κοντά στο χωριό που λέγεται Αμπέλια. Ενα ωραίο δάσος με νέες βελανιδιές αλλά και πυκνή βλάστηση από φιλίκια, πουρνάρια και κουμαριές που τσακίζονταν από τον καρπό. Ημασταν καμιά 1Οαριά άτομα, με αρκετά σκυλιά μαζί μας που τα έβγαλαν διαδοχικά να μη κουραστούν και η κάρπωση ήταν τρία γουρούνια τα οποία πήγαν μετά στο «Καλύβι», ένα οίκημα που έχουν κατασκευάσει οι ίδιοι κοντά στο χωριό όπου ανταμώνουν πριν και μετά το κυνήγι όπου γδέρνουν και τεμαχίζουν τα γουρούνια. Εκεί πολλές φορές κάνουν και τα μικρά γλέντια τους μετά το κυνήγι και κατά κανόνα αποτελεί το σημείο αναφοράς τους.
Την επόμενη φορά είμαι καλεσμένος στη Μελίβοια με την άλλη ομάδα, τα «Μονόκαννα» ή «Κομπορδέλια», ακόμη και από τα «ΚΑΠΗ» έχω δεχθεί πρόσκληση και έτσι πιστεύω πως θα μάθω περισσότερα για το κυνήγι στην περιοχή και θα σας μεταφέρω εμπειρίες και σκηνές κυνηγιού από αυτόν τον τόπο, όχι μόνο για τα αγριογούρουνα...

ΗΛΙΑΣ ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟΣ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: «ΜΙΚΡΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου