Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, απομεσήμερο, απομονώθηκα στο πάνω πάτωμα του σπιτιού ήσυχος πια απ’ τις προκλήσεις του γεροΔυσσέα, που κατά παράδοξο τρόπο τούτη τη μέρα κλείστηκε στον οντά του και το έριξε στον ύπνο αφήνοντάς με να βρω χρόνο και για τα δικά μου. Μάζωξα λοιπόν τα χειρόγραφα ετούτων των σελίδων, τα ταξινόμησα, τα στοίβαξα εμπρός μου κι άρχισα να τα χτενίζω απ’ την αρχή για τυχόν διορθώσεις, προσθήκες, αφαιρέσεις κι ό,τι άλλο απαιτείται για την ολοκλήρωση μιας γραφής με αυστηρά προσωπικό χαρακτήρα. Ομολογώ πως σε αρκετά σημεία στάθηκα για πολλή ώρα. Τα σκέφτηκα, τα βασάνισα, τα ζύγισα. Κάποια τα διόρθωσα εξαρχής. Κάποια άλλα τα συμπλήρωσα, ορισμένα τα πέταξα εντελώς. Μα κείνα όμως που απέφυγα τελείως να τα διαφοροποιήσω είναι οι διάλογοι ανάμεσα σε μένα και το γέρο. Εκεί δεν άλλαξα ούτε κεραία λειτουργώντας με την προσδοκία να μείνουν ζωντανοί, ατόφιοι, ακριβώς όπως διατυπώθηκαν. Ακριβώς όπως βγήκαν από μέσα μας στις άπειρες και ατέρμονες κουβέντες μας.
Κι έτσι όπως παίδευα τα χειρόγραφα σβήνοντας, γράφοντας, συμπληρώνοντας ή αφαιρώντας, το μυαλό μου, το είναι μου ολάκερο ακινητοποιήθηκε μεμιάς λες και με χτύπησε βουβή αστραπή, θεοσκότεινη κι αναπάντεχη. Απόμεινα πια ένα καθιστό άγαλμα, ανέκφραστο, παγωμένο, με τη σκέψη μου νεκρή και τα μάτια μου καρφωμένα πάνω σε λέξεις, που τα γράμματά τους χοροπηδούσαν άτσαλα σα νάταν σκιές ενός φριχτού υποσυνείδητου. Σα να μετέφεραν μηνύματα απ’ το υπερπέραν, σκοτεινά, αξεδιάλυτα, γιομάτα μυστήριο και που χτυπούσαν την πόρτα του θυμικού μου εκβιάζοντας με μανία την ερμήνευσή τους από ένα λογικό εντελώς αδρανοποιημένο στην παρουσία τους.
Το ξέρω καλά, το έζησα άπειρες φορές πάνω στα βιώματα, το έχω αναδέψει στο μυαλό μου άλλες τόσες πάνω στην επιστράτευση της καθαυτό λογικής διεργασίας, το ένιωσα να με καίει ασταμάτητα πάνω στην πυρωμένη έκρηξη του συναισθήματος, πως το να πασκίζει κάποιος να περάσει τη δική του συναίσθηση μέσα στη συνείδηση του άλλου είναι σαν να επιχειρείς να δώσεις υλική υπόσταση στα οράματα. Αυτό όμως δεν το αποδέχεται η λογική. Και η λογική το απορρίπτει και το πετάει κάτι τέτοιο, επιζητεί να το θάψει, αν θες, μέσα στη χωματερή της εξελικτικής πορείας του ανθρώπινου γένους. Αλλά και η συνείδηση, η ίδια η συνείδηση του καθένα μας, αποδέχεται ως πραγματικό μονάχα αυτό που αφήνει μέσα της ίχνη από βιωματικά κατάλοιπα. Κι αν πεις και για το συναίσθημα, εκεί πλέον τα πάντα είναι ζήτημα ορέξεως και προσδοκίας! Οπότε τι απομένει λοιπόν;
Απομένει κάτι πολύ, μα πάρα πολύ απλό και συνάμα τόσο πολύ δυσνόητο. Απομένει αυτό που λέγεται βούληση! Βούληση για αποδοχή της επιθυμίας του συνανθρώπου. Βούληση για προσέγγιση του συναισθηματικού κόσμου του συνανθρώπου μας. Βούληση για το άνοιγμα μιας αγκαλιάς καταφύγιου της κάθε αδυναμίας. Εύλογα θ’ αναρωτηθεί ο καθένας για το τι γυρεύουν τέτοιες σκέψεις μέσα σε μια τέτοια γραφή. Ίσα-ίσα σε τέτοια γραφή είναι που έχουν θέση αυτού του είδους οι αναζητήσεις, αυτού του είδους οι προβληματικές κι αυτού του είδους οι αγωνίες του καθένα μας, ο οποίος από νωρίς έχει κατανοήσει πως γεννήθηκε ΑΝΘΡΩΠΟΣ και που η κοινωνία του τον θέλει ανθρωπάκι, ανθρώπιον, ανθρωποειδές… Κι ό,τι άλλο τη βολεύει.
Και για να γίνω σαφής∙ να γίνω κατανοητός, ώστε να μην αφήσω σκιές, παρερμηνειών, οπότε ο καθένας έρχεται και κρίνει κατά δική του λογική και κατά δική του βούληση και επιχειρεί μια λαθεμένη συγκεκριμενοποίηση του αφηρημένου με ορατό επακόλουθο την πλάνη, σημειώνω τούτο μόνο το απλό. Στα χειρόγραφα που ταχτοποιούσα εκείνη τη στιγμή σταμάτησα πάνω σε μια καταγραφή, λεπτομερειακή και διεξοδικότατη της αγωνίας και της θερμής ακατάπαυστης ικεσίας μιας γριάς γυναίκας, ολομόναχης στον κόσμο, προς ένα νεαρό γνώριμό της ζητώντας αδιάκοπα να την πάρει μαζί του, να τη στηρίξει στην αδυναμία της, να έχει κάποιον για ν’ ανοίξει το στόμα της, να δει ελπίδα στην απόγνωση των γηρατειών της, να της κλείσει αυτός τα μάτια σαν έρθει η ώρα της. Το περιστατικό είναι πέρα για πέρα αληθινό και το έζησα όχι απλά από κοντά, αλλά εισέπραττα μέσα μου ώρα με την ώρα τη συναισθηματική φωτιά αυτής της μοναχικής γυναίκας. Μη με ρωτήσετε παραπέρα. Σε τούτη την αντιγραφή αφαιρώ τα ονόματα, τον τόπο και το χρόνο των συμβάντων. Το βίωμα όμως, η συγκινησιακή φόρτιση, η λύπηση για την κατάληξη με αναστατώνει για μια ζωή ολόκληρη.
Ο νεαρός κάποια στιγμή την εγκατέλειψε κλείνοντας πίσω του την πόρτα της με την ειρωνεία της ανακούφισης αποτυπωμένη στο πρόσωπό του βγαίνοντας για τη ζωή, που τον περίμενε, ανάλγητος τελείως για μια ζωή που άφηνε στο έλεος του Θεού της. Κάπου εκεί συνειδητοποίησα πως ο Γ. Ρίτσος τη “Σονάτα του σεληνόφωτος” δεν τη δημιούργησε μόνο με την ποιητική του φαντασία. Κάπου εκεί κατάλαβα πως πραγματικά ο άνθρωπος βαδίζει μονάχος στον έρωτα και το θάνατο, ενώ στη ζωή τον φέρνουν άλλοι χωρίς τη δική του συγκατάθεση.
Η γριά μήνες αργότερα έφυγε με την πίκρα της εγκατάλειψης διάχυτη στην όψη της αφήνοντας πίσω της τον καημό της σ’ έναν κόσμο απάνθρωπης αλλοτρίωσης. Απλά βρέθηκα εγώ δίπλα της, ώστε να της κλείσω τα μάτια για το στερνό της ταξίδι. Τα μάτια που έσβησαν μέσα στ’ αγριεμένα κύματα της οργής και του τρόμου. Του τρόμου της που χάραξε βαθειά στη συνείδησή μου ανεξίτηλα τα σημάδια της απανθρωπιάς και που δεν πρόκειται να σβηστούν έστω κι αν ακόμα ζήσω δεύτερη ή και τρίτη ζωή. Κι από τότε πέρασαν δεκαετίες μόνο. Το πόσες μην το ρωτάτε!
Κι ο τότε νεαρός άντρας, σήμερα που μιλούμε – το έχω διασταυρωμένο πέρα για πέρα και μάλιστα έχω και προσωπική αίσθηση – γέρος κι ανήμπορος πια, εγκαταλειμμένος απ’ τους πάντες και τα πάντα ελπίζει στην ικετευτική εξομολόγηση της ζωής του σε μια νεαρή γυναίκα! Τα γυρίσματα των καιρών άραγε; Η Νέμεση μοίρα; Ή μήπως η θεία δίκη; Το “θεία” ας το ερμηνεύσει ο καθένας σύμφωνα με τη δική του πίστη. Τραγωδία πάντως αποκομμένη από την “ὕβριν” δεν μπορεί να υπάρξει ούτε στο θέατρο, ούτε και στη ζωή. Η κάθαρση δεν ξέρω αν τελικά επέρχεται τόσο στο θέατρο, όσο και στη ζωή. Το αν στο τέλος η γυναίκα αυτή θα τον πάρει μαζί του ή θα μείνει κοντά του ως τα στερνά του ή αν τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα με το οποίο αυτός πλήρωσε τη γριά κάποτε, δε μπορώ να το προκαθορίσω, απλά και μόνο γιατί είναι γυναίκα! Κι ας το σκεφτεί καλά αυτό όποιος βιάζεται να με κακίσει.
Αποφάσισα τον άνθρωπο αυτόν να τον επισκεφτώ, να τον δω ύστερα από πολλά πολλά χρόνια. Και πήγα σχετικά πρόσφατα και τον βρήκα στην πόλη, όπου φυλακίστηκε για μια ζωή δέσμιος της αλαζονείας του, της ειρωνείας και του εγωκεντρισμού του. Αμετανόητος, υπερφίαλος, αποκρουστικός, όπως μια ζωή. Απτή απόδειξη πως πρώτα βγαίνει η ψυχή κι ύστερα το χούι. Με συγκλόνισε η απάθεια και η σκληρότητά του, μία στα νειάτα του και μία τώρα. Εκείνο που δε μου είχε συγχωρήσει τότε, επιμένει πεισματικά να μη μού το συγχωρεί ακόμα και τώρα. Τι είναι αυτό; Το λέω με παρρησία: Τον μάλωσα αυστηρά τότε, γιατί “μάδησε” οικονομικά τη γυναίκα πουλώντας της έρωτα κι ελπίδα πουλώντας στην ουσία χρυσωμένη απάτη! Κι όταν πια δεν είχε λαμβάνειν την πέταξε με την αηδία και τη βδελυγμία με την οποία πετάει κανείς το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό. Για κείνον μια τέτοια ενέργεια ήταν στάση ζωής. Φαίνεται το λάθος ήταν δικό μου! Ας μείνει του λοιπού ήσυχος. Απ’ την πλευρά μου δεν υπάρχει πρόθεση άλλης ενόχλησης. Κι αυτό που έκαμα πολύ του πέφτει.
Αλλά οι ικεσίες της γριάς, οι αγωνίες της, οι φρούδες ελπίδες της, η αδυναμία της, η απόγνωσή της και η επιμονή της μπας και “ρεφάρει” μέσα στη συναισθηματική της κατρακύλα, μού έδωσαν ένα γερό μάθημα ζωής: Ποτέ σου μην εγκαταλείπεις αυτόν που έχει την ανάγκη σου, αυτόν που πιστεύει σε σένα! Και το ενστερνίστηκα έκτοτε μέσα μου, το έκαμα όχι πίστη, αλλά ισχυρή πεποίθησή μου, και το εφάρμοσα στη μέχρι τώρα πορεία μου, ακόμα και σε περιπτώσεις που άφηναν τεράστια περιθώρια αμφιβολιών. Και έτσι θα συνεχίσω. Η ανάγκη είναι ανάγκη. Μικρή η μεγάλη δεν παύει να είναι ανάγκη. Ακόμα και ψεύτικη να είναι, πάλι και το ψέμα κάποιες φορές η ανάγκη το υποθάλπει.
Και πώς θα μπορούσα εγώ ύστερα από τέτοιου είδους μαθήματα, που πήρα απ’ τη ζωή, να προβάλλω την άρνησή μου στην ανάγκη των δυο γερόντων μου, που στο κάτω κάτω μέσα στις φλέβες μου τα δικά τους αιμοσφαίρια κυκλοφορούν; Πώς θα μπορούσα ν’ αφήσω αβοήθητη μια γριά που θυσίασε στην κυριολεξία τη ζωή της πάνω στο βωμό της συζυγικής πίστης χωρίς σύζυγο στο πλευρό της, κι ένα γέρο που επίσης θυσίασε τη ζωή του πάνω στο βωμό της οικογενειακής πίστης αποκομμένος εντελώς ωστόσο από την οικογένεια, που έσπειρε μεν, αποστασιοποιήθηκε δε επί μισόν αιώνα, και στην οποία κατέληξε με τη συναίσθηση της αδυναμίας και του τέλους του, ώστε μέσα σ’ αυτή να κλείσει τα μάτια του; Ας μού δώσει τη δική του ετυμηγορία όποιος έχει την οιανδήποτε αντιγνωμία ή όποιος πιστεύει πως τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Το πότε έφτασε η νύχτα και με βρήκε πάνω στα χαρτιά και τους προβληματισμούς μου η Πρωτοχρονιά του ’79 δεν το κατάλαβα καν. Δυο τρεις φορές απ’ το κάτω πάτωμα άκουσα το γέρο να βήχει συνθηματικά, σημάδι πως με καλούσε κοντά του, μα δεν ήθελα με τίποτα να διακόψω τη σειρά των σκέψεων και των προβληματισμών μου, οπότε και συνέχισα τη δουλειά μου απαλλαγμένος απ’ οτιδήποτε άλλο, μέχρι που σχεδόν αποκοιμήθηκα σκυμμένος πάνω στα χαρτιά που μουντζούρωνα ώρες τώρα. Κι αύριο μέρα ξημερώνει…
Τουλάχιστο στην απομόνωση και τη σκέψη ζεις πράγματα που η ζωή αρνείται να σου τα προσφέρει ή εσύ αδυνατείς να τα πραγματώσεις. Μα όπως κι αν το εξετάσεις, το κοινό ένα είναι: Με τη σκέψη σου ζεις τη ζωή σου όπως εσύ τη θέλεις! Μήπως, τελικά, έχουν ισχυρούς λόγους αυτοί που καταφεύγουν στη σκέψη και στην απομόνωση; Απομόνωση όμως μέσα στον κόσμο κι όχι έξω απ’ αυτόν! Είναι κι αυτές κάποιες απ’ τις προβληματικές της πρώιμης αντρικής ηλικίας μου. Και τη βραδυά της πρωτοχρονιάς αυτής μετράω μόλις 26 χρόνια και 3 μήνες ζωής! Ανάμεσα στ’ άλλα σκέφτηκα το τι θα δω ακόμα, ώσπου να φτάσω, αν βέβαια αξιωθώ να φτάσω, ως την ηλικία του γέρου μου! Τη σκέψη, την ελπίδα και την προσδοκία κανείς δε μπορεί να τη φυλακίσει.
Αλλά το αίσθημα υπνηλίας σκορπίστηκε μεμιάς. Στα μάτια μου σφραγίδα ανεξίτηλη η παραπονεμένη όψη της γριούλας και στ’ αυτιά μου βοή αδιάκοπη η εξομολόγησή της – σε μένα πλέον – γύρω απ’ το τι έδωσε στο νεαρό και πώς αυτός την αντάμειψε. Δράμα αληθινό. φριχτές αλήθειες. Γεγονότα και λόγια, που η φιλολογική μου συγκρότηση αδυνατεί να παραστήσει με λέξεις. Η περίπτωσή της αποτελεί την πιο τρανή, την πιο πειστική απόδειξη ότι την πραγματικότητα της ζωής δε μπορεί να την καλύψει, και πιο πολύ να την ξεπεράσει, ούτε η πλέον αχαλίνωτη φαντασία, όσον αφορά στην τραγικότητα των καταστάσεων που δημιουργεί η ανημπόρια, και στην καπήλευση της αδυναμίας που την εκτρέφει η ισχύς και τη σπρώχνει η αέναη δίψα του κέρδους και της επιβολής. Η περίπτωση των δύο αυτών ανθρώπων αποτελεί το αποκορύφωμα της σύγκρουσης ανάμεσα στην ανιδιοτέλεια της θυσίας και στην υστεροβουλία της αχαριστίας! Χαρακτηρισμό διαφορετικό, όσο και να ψάχνω, μού είναι αδύνατο να δώσω.
Και στο σημείο ακριβώς αυτό είμαι έτοιμος ν’ ακούσω επιτιμήσεις και να δεχτώ ακόμα του κόσμου τις επικρίσεις. Αυτό διόλου δε μ’ ενοχλεί. Μ’ ενοχλεί όμως αφόρητα να βλέπω αντιγραφή ή επανάληψη παρόμοιων ενεργειών πάνω σε ανθρώπους που μοχτούν να παρουσιάσουν τον αμοραλισμό τους ως αρετή, τον κοινωνικό τους ντετερμινισμό ως ηθικότητα και τη μεφιστοφελική ειρωνεία ως κοινωνική ισχύ. Κι ας μην επιχειρήσει κανείς να με πείσει για το αντίθετο. Καλό είναι την αλήθεια των συναισθημάτων μας να μη φοβούμαστε να τη βγάλουμε προς τα έξω. Ίσως έτσι μπορέσουμε να παραδειγματίσουμε κάποιους θετικά. Τη μικροψυχία μας μπορούμε να την εκδηλώσουμε με το κάθε τι. Τη μεγαλοψυχία όμως;
Έφτασε όμως η στιγμή να γυρίσω ξανά στη Λάρισα, στη δουλειά που με καρτερούσε. Κι έπρεπε πλέον να γυρίσω χωρίς το γέρο μαζί μου. Πώς όμως να του το πω; Με τι τρόπους και με τι λόγια να τον ξεγελάσω; Αλλά κι απ’ την άλλη με τι καρδιά να τον αφήσω πίσω στο σπίτι ύστερα απ’ τον αέρα που πήραν τα μυαλά του; 2 Ιανουαρίου έγραφε το ημερολόγιο. Και το ήξερε καλά πως το επόμενο πρωΐ θα φεύγαμε ξανά μαζί. Έτσι του είχα υποσχεθεί. Και μετρούσε τις μέρες του σαν το φαντάρο στη λήξη της θητείας του. Το βράδυ εκείνο πήρα εγώ την πρωτοβουλία για το φαγοπότι και την κουβέντα με το σκεπτικό πως θα τον καταφέρω και θα τον ηρεμήσω. Ίδωμεν!
Κι όπως αντιλήφτηκε πως ήμουν έτοιμος να βγω για τα σχετικά ψώνια μας στάθηκε αυστηρός απέναντί μου, με λοξοκοίταξε με κείνο το βλέμμα που άστραφτε απαίτηση εκβιαστική και χωρίς να μ’ αφήσει περιθώριο να του ανακοινώσω την πρόθεσή μου για το βράδυ, έγρουξε:
- Για πού τόβαλες πάλι; Έϊ, απόψε θα κάτσεις στ’ αυγά σου. Απόψε δε θα βγεις στα καφενεία. Το πρωΐ πρέπει να φύγουμε. Οι μέρες πέρασαν.
- Δεν είπα όχι. Θα φύγουμε.
- Ναι, αλλά ντύθηκες βλέπω σα γαμπρός. Άρα τόχεις αγριεμένο το μάτι.
- Να ψωνίσω πάω και έρχομαι αμέσως. Γυμνός θα πάω στο μαγαζί; Μεζέδια, κρασιά, χαμπάρια, ξέρω ’γω, δε θα πάρουμε;
- Ο ράϊτ. Ε, είπα μήπως, ξέρω γω…
- Άμα δεν είσαι σίγουρος, ποτέ να μη λες. Χωρίς να ξέρεις πετάγεσαι σαν τη πορδή και με νευριάζεις χωρίς λόγο.
- Πάρε τότε και καμιά σακούλα μπιλπίδια για τη γριά μπας και γκουρλωθεί να τα τινάξει και να συχάσουμε.
Κι όσο η γριά διαολιζόταν και του τα έριχνε, αυτός άλλο τόσο ξεκαρδιζόταν απ’ τα γέλια του. Τού ήρθε το κέφι του μεμιάς. Κρασί θα του έφερνα, κουβεντολόϊ σε λίγο θα είχε, το πρωΐ θα έφευγε, όλα στην εντέλεια.
Κι όπως στρωθήκαμε κι άρχισε να γιομίζει τις μπαταρίες του ξεκοκκαλίζοντας το μεζέ του και ρουφώντας λαίμαργα τη ρετσίνα του, έδειχνε στα φανερά να αδημονεί, ώσπου να ξεκινήσει την αφήγησή του. Μπουκωμένος ακόμα έπιασε τη λογοδιάροια. Δεν κρατιόταν πια:
- Λοιπόν, Δυσσέα, οι πεθαμένοι…
- Πού κολλάνε τώρα οι πεθαμένοι; Τίποτα ευχάριστο δεν έχεις να πεις;
- Σιγά ντε. Άκου πρώτα.
- Άιντε, λέγε
- Λοιπόν, οι πεθαμένοι ούτε τρων, ούτε πίνουν, ούτε βλέπουν, ούτε ακούν, ούτε γιορτή κάμουν.
- Μπράβο! Τέτοια διαπίστωση, ομολογώ, όλα μου τα χρόνια δε μπόρεσα να την κάμω…
- Μην κοροϊδεύεις. Ξέρω τι σου λέω. Οι πεθαμένοι είναι πεθαμένοι, γι αυτό τους λεν πεθαμένους. Και προπαντός δε ζητούν τίποτα από κανέναν. Εγώ όμως είμαι ακόμα ζωντανός. Και σα ζωντανός που είμαι έχω ψυχή και θα σου ζητώ αυτό που θέλω. Κατάλαβες;
- Α μάλιστα. Εντάξει, μη συνεχίζεις. Κατάλαβα πού το πας το πράγμα. Σε κάτι τέτοιες πουστιές ώρες και φορές είσαι χειρότερος κι απ’ τον αδερφό σου το Στέφανο.
- Βρε χέσ’ το Στέφανο. Μαζί κουβεντιάζουμε, το Στέφανο μ’ αναφέρνεις; Βρε γαμώ τον αιώνα μου, γαμώ. Βρε τι τσάκωσα ο έρμος…
- Έλα, έλα. Τίποτα δεν τσάκωσες. Μια χαρά είναι όλα. Λέγε.
- Εμ να πω! Ξεκινώ να μιλήσω και συ βγαίνεις και μου λες ό,τι σου κατέβει.
- Καλά. Φτάνει. Μη νευριάζεις.
- Μωρέ, νευριάζω, γιατί δε μ’ ακούς. Άλλα σού λέω, άλλα μ’ απαντάς. Εγώ δεν είμαι ούτε Στέφανος, ούτε ο καθένας. Άνθρωπος σαν εμένα δεν πρόκειται να ματαβγεί ξανά στη ζωή. Εγώ τα έζησα ούλα και τα ξέρω ούλα.
- Τότε, βρε παππού, γιατί δεν κάθεσαι να μου τα πεις ούλα αυτά, να τα γράψω, να τα συμμορφώσω και να τα βγάλω σε βιβλίο; Θα γίνεις διάσημος. Όλοι για σένα θα μιλούν. Το φαντάζεσαι κάτι τέτοιο; Ε, το φαντάζεσαι;
- Έτσι κι αλλοιώς ο κόσμος μιλάει και θα μιλάει για μένα, όσα χρόνια και να περάσουν. Δε χρειάζεται να με φκιάσεις βιβλία και κουραφέξαλα. Εγώ αυτά δεν τα έχω ανάγκη. Ο Δυσσέας ένας ήταν. Δεύτερος δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναγεννηθεί. Εμένα θα με θυμάστε ούλοι σας όσο θα ζείτε. Και να γεράσετε ακόμα, πάλι στα εγγόνια σας για μένα θα λέτε. Εγώ δεν είμαι από κείνους που τους ξεχνάει ο κόσμος. Γι αυτό και δεν πρόκειται να πεθάνω ποτέ. Πεθαίνει αυτός που τον ξεχνούν οι άλλοι. Αυτός που τον θυμούνται ζει και θα ζει για όσο θα τον κουβεντιάζουν. Εγώ ήμουν ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου!
Κάπου εκεί δεν άντεξα κι άρχισα να ξεροβήχω, για να του εκδηλώσω ειρωνικά τη διαφωνία μου μαζί του. Κι όπως σήκωσε λαίμαργα τη ρετσίνα του ακούγοντάς με να βήχω, έγρουξε:
- Σκασμός, κόκκαλο ντε! Παραλίγο να γκουρλωθώ!
- Μη φοβάσαι. Οι σκύλοι δεν ψοφούν απ’ τα σταφύλια. Τέτοιο παλιόσκυλο δεν παθαίνει τίποτα.
- Σιόρ. Έτσι έλεγε κι ο πατέρας μου κάναν καιρό.
- Εμ, ήξερε τι γιο είχε…
- Τον καλύτερο είχε! Αλλά μήπως καταλάβαινε; Είχε κρυφό καμάρι εκείνον το σκατόταφο, το Νικολό. Εμένα δεν ήθελε να με δει στα μάτια του.
- Τέλος πάντων. Για πλάκα το είπα. Καλός ήσουν και καλός είσαι. Εντάξει.
- Ο καλύτερος ήμουν. Κι ο κόσμος σαν εμένα έπρεπε να είναι. Κι όχι τέτοιος που λεν οι δάσκαλοι και οι παπάδες.
- Ωχ, πάλι τα ίδια, ρε παππού; Άσε τους παπάδες στην άκρη. Αρκετά τους έχουμε σύρει ως τώρα. Δε βαρέθηκες;
- Σιγά μην τους χαλάσουμε τη διαγωγή! Εμ και συ δάσκαλος δεν είσαι; Δάσκαλος και παπάς το ίδιο σκατοσόϊ είναι. Κόρακας κοράκου μάτι βγάζει; Αμ δε βγάζει…
Εκεί πια δε μπορούσα να τον αφήσω να κοκορεύεται. Έπρεπε να τον προσγειώσω στη σοβαρότητα κι ύστερα να προσπαθήσω να τον πείσω να μείνει στο χωριό. Ή, τουλάχιστο, αυτό επιθυμούσα. Με ανθρώπους όμως απρόβλεπτους ποτέ κανείς να μην είναι σίγουρος στους σκοπούς του. Ποτέ σου δεν ξέρεις από πού θα σου ξεφύγουν. Πήρα λοιπόν και του είπα μ’ όση σοβαρότητα μου επέτρεπε η περίσταση.
- Λοιπόν, γεροΔυσσέα, ας αφήσουμε ό,τι άλλο και ας έρθουμε στα σοβαρά. Θα σε ρωτώ σοβαρά και σοβαρά θα απαντάς. Δε θέλω ούτε χορατά ούτε ψέματα. Σύμφωνοι;
Δεν πρόκαμα ν’ αποσώσω τη φράση μου και μ’ έκοψε απότομα με κείνη την τόσο συνηθισμένη κι εκφραστική αλέγκρα αντίδρασή του:
- Τι λέει ρε! Εγώ να πω ψέματα; Ο Δυσσέας να πει ψέματα; Εγώ είμαι καλύτερος κι από άγιο…
- Σωστά. Όταν πεθάνεις η εκκλησία θα κηρύξει άγιο και ισαπόστολο…
- Γιατί… οι αγίοι έχουν κάνα κέρατο παραπάνω από μένα; Δηλαδή έκαμνε για άγιος ο τραγόπαπας ο Παπαηλίας και δεν κάμω εγώ;
- Και ποιος σου λέει ότι ο Παπαηλίας ήταν άγιος;
- Αυτά έλεγε η ρουφιάνα η Αφρούδω, αυτά λέει κι η γιαγιά σου. “Άγιος ο Παπαηλίας, άγιος ο Παπαηλίας”, άγιος και σκατά στα μάτια του ήταν!
Έβλεπα πια πως ήταν δύσκολο έως και αδύνατο να τον βάλω σε καλούπια. Πώς στο διάολο εκείνη τη στιγμή ξέθαψε τον Παπαηλία, μονάχα το μυαλό του το γνώριζε. Δοκίμασα τώρα να του το φέρω με το μαλακό∙ να τον αφήσω να εκτονωθεί, κι ύστερα να μπω στην ουσία. Μισοαστεία, μισοσοβαρά του είπα:
- Παππού, ο Παπαηλίας όμως, απ’ όσο ξέρω, δεν έκλεβε, δεν έδερνε, δεν μοίχευε, δεν…
- Μπα! Ήσουν εκεί και τον έβλεπες; Κι ύστερα τι μ’ αυτό; Γίνηκε άγιος, που λέει η μουρλή η γιαγιά σου; Έτσι είναι οι αγίοι; Άμα είναι κι οι αγίοι σαν τον Παπαηλία, τότε εγώ έκαμνα για Χριστός.
- Σίγουρα! Κι απορώ πώς ακόμα δε σε σταύρωσαν! Βρε, έλα στα συγκαλά σου να κουβεντιάσουμε. Σοβαρέψου επιτέλους…
- Σοβαρός είμαι. Τα απαυτά μου δεν τα έχω όξω. Οι αγίοι, οι περισσότεροι κατσικοκλέφτες, χαΐνηδες και μασκαράδες ήταν! Τώρα γιατί βρίσκονται πέντε έξι αλαφροΐσκιωτοι και τους ανάβουν κεριά, αυτό δεν είναι δικός μου λογαριασμός. Γι αυτό να ρωτήσεις τον Παπακώστα ή τον άλλο, αυτόν της Παγούνως. Πώς τον λεν, μωρέ γαμώ το…
- Παπαγιάννη τον λεν.
- Ναι, αυτόν, μπράβο! Αυτόν δεν τον βλέπω ταχτικά. Ο άλλος, ο Παπακώστας, όποτε με βλέπει, πιάνει τα γένια του και γελάει…
- Πάλι καλά που δεν πιάνει τα τέτοια του. Σε ξέρει που τους βρίζεις μέρα νύχτα και…
- Σκατά ξέρει κι αυτός κι ο άλλος. Είχαμε στην Αμερική έναν παπά που…
- Στοπ, στοπ, στοπ. Μην αρχίζεις τώρα, γιατί δεν πρόκειται να τελειώσουμε ποτέ. Λοιπόν, σοβαρευόμαστε και κουβεντιάζουμε. Αλλοιώς πάω για ύπνο. Διάλεξε και πάρε. Λέμε λέμε τόση ώρα και τίποτα δε λέμε.
- Ο ράϊτ. Άνοιξε μια ρετσίνα. Φέρε κι ένα πιάτο εληές. Άϊντε, σήκω. Το πρωΐ πρέπει να φύγουμε…
- Πίσω μου σ’ έχω διάολε…
μουρμούρισα, καθώς πήγα να εκτελέσω τις εντολές του. και όπως τού τα έβαλα μπροστά του, εντελώς αυθόρμητα του έκαμα την εξής παρατήρηση:
- Βρε παππού. Θυμούμαι ο αδερφός σου, εδώ κάτω, ο Βασίλης ποτέ δεν έκαμνε έτσι με τα εγγόνια του. Δεν ξέρω, αλλά νομίζω… μπορεί να φώναζε, μπορεί να τους μάλωνε, μπορεί χίλια δυο, μα δεν έκαμνε, όπως κάνεις εσύ. Θυμούμαι ακόμα που με φώναζε, καθόμασταν εδώ στη μουριά και μού έλεγε για τη Μικρά Ασία, για τους πρόσφυγες, για…
- Δεν ξέρω τι έκαμνε, δεν ήμουν εδώ να βλέπω, αλλά ο Βασίλης ήταν δίφραν (= διαφορετικός) κι ο Δυσσέας είναι δίφραν. Άλλος ο ένας κι άλλος ο άλλος. Μοιάζουν τα δάχτυλα; Αμ δε μοιάζουν!
- Μμμ. Έτσι κι έτσι. Με το Στέφανο σα να χαζομοιάζεις μου φαίνεται. Το Νικολό, βέβαια, δεν τον είδα, δεν τον ξέρω…
Εκεί πλέον ήρθε η έκρηξή του. Μια αντίδραση που την περίμενα, γι αυτό ακριβώς και του πάτησα τον κάλο. Πετάχτηκε σαν ελατήριο, έτρεμνε απ’ τα νεύρα του, απ’ τα μάτια του και πάλι έβγαζε σπίθες. Φώναζε, έβριζε, ορυόταν, χτυπούσε μ’ όλη του τη δύναμη τη γροθιά του στον τοίχο, λες κι ήθελε να χτυπήσει την ίδια του τη μανία, ώστε να καταστείλει με τον τρόπο αυτό τις εκρήξεις των απωθημένων του. Δεν κατάλαβα αν τον πείραξε τόσο το ότι επιχείρησα να τον συγκρίνω με τ’ αδέρφια του, ή αν τον ενόχλησαν περισσότερο τα απωθημένα, που είχε στοιβαγμένα μέσα του απ’ την πατρική του οικογένεια. Τα αισθήματά του για τους γονιούς του τα είχα εμπεδώσει μέσα απ’ τα ξεσπάσματά του στα οχτώ χρόνια, που τον ζω ως τώρα. Καλή κουβέντα για κανέναν απ’ τους δυο γονιούς του δεν ξεστόμισε ποτέ. Και ειδικά για το “σκατόψοφο” τον πατέρα του, όπως τον αποκαλούσε σε κάθε του αναφορά, αναφορά που ως κατακλείδα έβαζε πάντα τη “ρουφιάνα” τη Χάϊδω, τη γυναίκα που τον έφερε στον κόσμο! Ίσως και να ήθελε να είχε γεννηθεί από άλλους γονιούς! Ίσως! Δυσσέας ήταν αυτός. Δεν ήταν ο γιος, ο οποίος θάπρεπε να είχε αποδεχτεί εκείνους, που, εκόντες-άκοντες, τον έφεραν στον κόσμο, κι επομένως όφειλε να τους εκτιμήσει και να τους σεβαστεί!
Εντάξει με τους γονιούς. Με την πρόοδο της συζήτησης, αφού ηρέμησε πρώτα, το δέσαμε και αυτό. Κι ο “σκατόταφος” ο Δμήτρης κι η “ρουφιάνα” η Χάϊδω έκαμαν το εγκληματικό λάθος και τον γέννησαν χωρίς τη συγκατάθεση του ίδιου! Αλλά, τη στιγμή που ήταν ακόμα αγέννητος κι επομένως δε γινόταν να τον ρωτήσουν αν ήθελε να έρθει στη ζωή, άραγε αυτό το είχε ποτέ στη ζωή του σκεφτεί; Αλλά κι αν ακόμα υπήρχε η βιολογική διεργασία, που θα επέτρεπε στους γεννήτορες να ρωτούν αν θέλει το σπέρμα τους να περπατήσει πάνω στον πλανήτη, είναι κανένας σε θέση ν’ απαντήσει αν για τον ίδιο αυτό θα ήταν καλό ή κακό, δίκαιο ή άδικο, ηθικό ή ανήθικο, έντιμο ή άτιμο; Αυτά όλα, για το Δυσσέα, ήταν σφάλματα, αμαρτίες γονέων! Κι ας ήξερε καλά το πρωτόγονο ένστικτό του κι η άγρια ψυχή του “ότι δε γίνεται αλλοιώς!”. Το ότι ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο γιατί “η μάνα κι ο πατέρας μπαίνουν στα μεράκια και οπ! βγήκες!”, το γνώριζε άριστα! Ίσως και να πλήρωνε μια ζωή τη μεταμέλεια και για το δικό του τέτοιο μεράκι!
Υπάρχουν όμως και τ’ αδέρφια. Αυτά είναι αίμα απ’ το αίμα σου και για να γεννηθούν ποτέ κανείς γονιός δε ρώτησε το πρωτότοκο παιδί του αν θέλει να μοιραστεί το αίμα του με κάποιον ή κάποιους άλλους! Και ποτέ και σε καμιά περίπτωση κανένας γονιός δε ρώτησε το πρωτότοκο παιδί του αν θέλει ή δε θέλει το παιδί αυτό να διανείμει περαιτέρω το αίμα του! Αν θέλει η δε θέλει αντίγραφό του! Αλλά και να ρωτούσε ακόμα, και να έπαιρνε τη συγκατάθεση του παιδιού, κατά πόσο θα ήταν σίγουρος ότι το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, και βάλε, παιδί, θα ήταν αντίγραφο ακριβές και πιστό του πρώτου; Ή αν θα ήταν η ενσάρκωση της επιθυμίας ή της λαχτάρας της κάθε μάνας και του κάθε πατέρα; Ο Δυσσέας όλα αυτά τα είχε ξεκαθαρισμένα, και με οργή μάλιστα, μέσα στην άγρια και πρωτόγονη ψυχή του. “Απ’ το ίδιο ξύλο γίνεται και το φουρνόφκιαρο, απ’ το ίδιο γίνεται και το σκατόφκιαρο” έλεγε κάθε τόσο.
Γι αυτό, ίσως, σε κανέναν απ’ τους υπόλοιπους τρεις αδερφούς του να μην είδε ποτέ ενσαρκωμένη την επιθυμία του, έτσι όπως την υπαγόρευε η λογική του. Ακόμα και το ένστικτό του. Κι έτσι, αφού δεν τα είδε, μάζεψε στην ψυχή του τ’ απωθημένα του σαν το έμπυο και τράβηξε για την Αμερική, μα όσα κι αν ξέρασε στις ακτές της λίμνης Michigan, πάλι η χολή του άφησε μέσα του φοβερά κατάλοιπα πικρίας και απέχθειας. Το να είχε δίκιο όμως για όλα αυτά καμιά λογική δε γίνεται να το δεχτεί και κανένας νους δε γίνεται να το χωρέσει. Αυτό του όμως το “δίκιο” το απαιτούσε εκβιαστικά μέσα απ’ την αποδοχή του μοναδικού αρσενικού εγγονού του. Για το αν θα ήταν όμως η αποδοχή και η κατανόηση του εγγονού ειλικρινής ή κάλπικη, δεκάρα σημασία δεν έδινε. Καρφάκι δεν του καιγόταν. Αλλά, απ’ την άλλη, ποτέ μου δεν κατάλαβα αν τη στιγμή που του έλεγα συχνά “έχεις δίκιο, παππού”, ισορροπούσε μέσα του ή αγρίευε πιο πολύ. Τις ενδόμυχες αντιδράσεις του ήξερε να τις προστατεύει καλά, να μην τις εκθέτει βορά στην ικανοποίηση του καθένα και ειδικά του εγγονού του. Ειδικά του εγγονού του!
Και καλά για τους γονιούς του. Καλά και για τ’ αδέρφια του. Ας κάμω την παραχώρηση κι ας ρίξω ολάκερο το δίκιο στη μεριά του. Για τη δική του οικογένεια όμως; Είχε και σ’ αυτή την περίπτωση δίκιο, που την έκοψε στα δυο; Απ’ τη δική του πλευρά είχε και παραείχε! Κι σ’ αυτό δε δεχόταν κουβέντα! Ό,τι κι αν έκαμε, για τον ίδιο ήταν καλώς καμωμένο. Κι ό,τι κι αν έλεγε, επίσης καλώς ειπωμένο. Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε απόφαση ή πράξη το δίκιο ήταν μονάχα δικό του και κανενός άλλου. Αυτός ήταν ο ένας, ο μοναδικός, ο ανεπανάληπτος. Όλοι οι άλλοι βρίσκονταν απέναντί του σε απόσταση και με διαφορά μάλιστα. Τελεία και παύλα.
Κι αφού εκτονώθηκε για μια ακόμα φορά, κι αφού έβρισε θεούς, αγίους, διαβόλους, τριβόλους, μαλάκωσε κάπως και μού έκαμε την ακόλουθη επισήμανση:
- Λοιπόν, Δυσσέα, θέλω να ξέρεις και τούτο δω. Ούλοι μας απ’ τα ίδια σκατά είμαστε φκιαγμένοι. Άλλος βρομάει πιο πολύ κι άλλος πιο λίγο. Κατά τ’ άλλα…
- Ναι, βρε παππού. Αλλά μια μου λες ότι είμαστε ούλοι ίδιοι, μια μου λες πως εσύ είσαι πάνω απ’ όλους κι απ’ όλα. Εγώ τι στο διάολο τελικά να πιστέψω;
- Το τι είμ’ εγώ, το γνωρίζω μόνον εγώ! Άνθρωπος σαν κι εμένα ούτε βγήκε ως τώρα, ούτε θα ματαβγεί. Αυτό βάλτο στο νου σου μια για πάντα.
- Σιγά, σιγά. Κόψε κάτι. Τα παραλές. Απ’ όλους τους ανθρώπους κάποιοι είναι κατώτεροι και κάποιοι άλλοι ανώτεροι. Δε μπορεί εσύ να είσαι…
- Μμμ… Κακομοίρη μου, αυτά διαβάζεις στα κολόχαρτα, αυτά βγαίνεις και λες. Αυτά γράφουν οι χαΐνηδες και τα κοπρόσκυλα, αυτά μαθαίνεις. Σκατά κι έτσι, σκατά κι αλλοιώς. Εγώ γύρισα τη γη ανάποδα, και θα μου πεις εσύ το ένα και το άλλο; Εγώ στην Αμερική…
- Μισό λεπτό. Μ’ έχεις φάει μ’ αυτή σου την Αμερική. Τελικά Έλληνας αισθάνεσαι ή Αμερικάνος; Για σένα πατρίδα τι είναι; Ποια είναι τέλος πάντων, η Ελλάδα ή η Αμερική; Πες μου να το ξέρω.
Εκεί πετάχτηκε ξανά ολόρθος σαν ελατήριο. Απ’ τη βιασύνη του πήρε σβάρνα το τραπεζάκι μπροστά του, οπότε πιάτα, ποτήρια, μπουκάλια έγιναν θρύψαλα. Με τα νεύρα τεντωμένα και τα μάτια του γιομάτα θυμό ξεσπάθωσε και πάλι:
- Ποια πατρίδα, μωρέ, και κολοκύθια τούμπανα; Για ποια πατρίδα μου μιλάς; Εγώ ήμουν κληρωτός το 1910 και υπηρέτησα στο στρατό ως το ’19. Το ξέρεις ή δεν το ξέρεις;
- Για στάσου. Αν υπηρέτησες απ’ το ’10 ως το ’19 και το ’20 έφυγες, εδώ κάτι δεν πάει καλά. Δε μας βγαίνουν τα χρόνια. Πότε ήσουν με το Τζιατζιά, πότε έκλεβες, πότε έτρεχες από δω κι από κει, πότε, τέλος πάντων, ασχολούσουν με τα γυναικεία, που λέει κι ο αδερφός σου, πότε…
- Και στρατιώτης ήμουν και αυτά τα έκαμνα. Πήγαινα, ερχόμουν, πότε έτσι, πότε αλλοιώς. Και το ’19 που μας επιστράτεψαν για τη Μικρά Ασία, εγώ το έσκασα κι έφυγα. Ο χαζός ο αδερφός μου, ο Βασίλης, πήγε! Τόσο μυαλό είχε, τόσο ήξερε, τόσο έκαμνε.
- Άλλο και τούτο… Καλά, και ύστερα δε σε τσάκωσαν;
- Να με τσακώσουν; Τι ήμουν εγώ αρνί ή κατσίκι να με πιάσουν; Εμένα ούτε το όπλο δε μ’ έφτανε…
- Τέλος πάντων. Θα τα εξετάσω αυτά. Γιατί στην Αμερική δε μπορεί να πήγες κρυφά. Έτσι δεν είναι;
- Το τι έκαμα, έκαμα. Λογαριασμό σε κανέναν δεν είχα να δώσω.
παρένθεση
(Στο σημείο αυτό χρωστώ στον κόσμο μια εξήγηση. Στη διαδικτυακή έρευνα που έκαμε πρόσφατα ο ανηψιός μου από ξάδερφο Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος, φοιτητής της Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ανάμεσα στα άλλα, βρήκε και τα εξής στοιχεία. Η ακριβής ημερομηνία άφιξης του πλοίου ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ στο λιμάνι της Ν. Υόρκης, στο Ellis Island, είναι 10/04/1920. Ανάμεσα στους 1345 μετανάστες που μετέφερε το πλοίο υπάρχουν και τα ονόματα:
1. Tjitjirakos Nikolaos, Athanati, Greece, 27 years, με αριθμό επιβίβασης 1160.
2. Tzitzirakis Odissefs, Athanati, 31 years, με αριθμό επιβίβασης 1233.
Πάνω σ’ αυτά εντελώς ετεροχρονισμένα και σε απόσταση 30 και παραπάνω χρόνων απ’ τις συζητήσεις μου με το γεροΔυσσέα, στις οποίες συζητήσεις με την ανάκριση που του επέβαλλα εξαντλητικά κάθε φορά δεν έφερα κανένα αποτέλεσμα, έρχομαι τώρα και σκέφτομαι ως εξής τα γεγονότα:
- Ο γεροΔυσσέας μού έλεγε πως έφτασαν προς τα τέλη του Μάρτη του ’20. Εδώ αναγράφεται ημερομηνία 10 Απρίλη. Να υπολογίστηκε στην καταγραφή των στοιχείων η αλλαγή του Ημερολογίου ή ο Δυσσέας να είχε χάσει το χρόνο; Αυτό, ομολογώ, όσο και να προσπάθησα να το διευκρινήσω, δεν κατέστη δυνατό. Πάντως λεπτομέρεια μικρή είναι.
- Οι δύο αδερφοί φτάνουν στη Ν. Υόρκη με τα επώνυμά τους σχετικά διαφοροποιημένα, και πιο πολύ ο Δυσσέας. Και το επισημάνω αυτό, γιατί στο διαβατήριο της επιστροφής του στην Ελλάδα το 1970 το όνομά του διαβάζεται ODESSEAS TSINTZIRAKOS. Δηλαδή η κανονική γραφή του επωνύμου του. Να είχε γίνει άραγε η αλλοίωση απ’ το πιστοποιητικό της Κοινότητας Αθανάτης, όταν έφευγε; Πάντως την εποχή εκείνη δινόταν αρκετά πλαστά πιστοποιητικά για πολλούς και διάφορους λόγους. Κι ο Δυσσέας είχε κάθε λόγο να κάμει κάτι τέτοιο! Αλλά ούτε κι αυτό μπόρεσα να το εξιχνιάσω. Ενδεχομένως να έγινε και λάθος. Κι αυτό πιθανό.
- Εντύπωση μού κάνει και η απόσταση στον αριθμό επιβίβασης. Ο Νικολός 1160 κι ο Δυσσέας 1233, δηλαδή ύστερα από 72 επιβάτες! Το ότι η σχέση τους δεν ήταν η καλύτερη δυνατή, είναι και ομολογημένο και αποδειγμένο. Ίσως κατά τη διαδρομή απ’ το χωριό τους ως το λιμάνι του Πειραιά να είχαν τσακωθεί αρκετές φορές. Άρα πιθανό να συνέβηκε κάτι τέτοιο και κατά την επιβίβαση. Όμως είναι επίσης αποδειγμένο πως ο Νικολός προσπαθούσε να προλαβαίνει το Δυσσέα από τυχόν αποκοτιές, μια και γνώριζε καλύτερα απ’ τον καθένα το χαρακτήρα του! Δηλαδή υπήρχε φόβος ακόμα ο Δυσσέας να το σκάσει την τελευταία στιγμή και να μην επιβιβαστεί στο πλοίο! Πώς λοιπόν ο Νικολός επιβιβάστηκε πρώτος αφήνοντας τον αδερφό του πίσω από 72 άτομα; Λεπτομέρεια ανάξια λόγου μπορεί να πει κανείς. Για μένα όχι, επειδή γνωρίζω κάτι παραπάνω. Αν συνέβαινε το αντίθετο, δηλαδή να επιβιβαστεί πρώτος ο Δυσσέας, τότε δε θα εξέφραζα την παραμικρή απορία. Απλά αναρωτιέμαι μήπως όλα αυτά ήταν μέσα στο παιχνίδι του σχεδίου της σκοτεινής φυγής για την Αμερική. Απ’ τον ίδιο απόκριση καθαρή ποτέ μου δεν έχω πάρει.
Και προχωρώντας την κουβέντα μας του επισήμανα
- ΓεροΔυσσέα, το ξέρω πως λογαριασμό δε δίνεις, όπως δεν έδινες ποτέ, μα οφείλω κι εγώ να ξέρω.
- Παν αυτά. Πίσω δεν τα γυρνάς, ό,τι και να κάμεις, ό,τι και να πεις. Εγώ στο στρατό ένα φεγγάρι έκαμα και τσολιάς στ’ ανάκτορα! Ήμουν λεβεντάντρας. Περνούσε ο Βασιλεύς Γεώργιος και με καμάρωνε! Τι ήμουν εγώ νομίζεις, σαν τα παρτάλια τα άλλα;
- Άλλο σε ρωτώ, άλλο απαντάς! Εγώ για την πατρίδα σε ρώτησα, εσύ για το Γεώργιο απαντάς…
- Μη βιάζεσαι. Εγώ υπηρέτησα την πατρίδα κοντά 10 χρόνια. Τι θαρρείς ότι κέρδισα; Τα “τέτοια” μου κέρδισα! Γι αυτό και το έσκασα, όταν μας επιστράτεψαν! Τι έπρεπε δηλαδή να κάμω; Να φτάσω ως την Τουρκία; Εδώ δεν είχα δουλειά να κάμω; Άει στο διάολο. Πατρίδα είναι όπου ζεις και περνάς καλά. Ούλα τ’ άλλα είναι τίποτα.
- Ρε παππού, Έλληνας νιώθεις ή Αμερικάνος; Τόση ώρα σε ρωτώ κι απάντηση δεν παίρνω. Τι στο διάολο γίνεται;
- Έλληνας και σκατά στα μάτια μου. Εγώ όταν γεννήθηκα ήταν ακόμα εδώ οι Τούρκοι…
- Άρα η Αφρούδω και η γιαγιά δικαιολογημένα σε φώναζαν Τούρκο!
- Γιατί, αυτές οι ρουφιάνες τι ήταν; Γκραίκες ήταν αυτές κι εγώ ήμουν Τούρκος; Αχ, Δυσσέα, έφυγα στην Αμερική. Έμεινα μια ζωή. Την αγάπησα την Αμέρικα. Από κει έχω σύνταξη, απ’ την Αμερική ζω. Όχι απ’ την ψωροκώσταινα! Αν δεν πήγαινα εκεί, τώρα θα ήμουν μαζωμένος κουβάρι, όπως είν’ ο αδερφός μου κι ούλοι οι άλλοι.
- Δηλαδή, μάλλον έχω να κάμω με Αμερικάνο. Έτσι που μου τα λες…
- Σιορ κι είμαι Αμερικάνος!
- Υπηκοότητα όμως γιατί δεν άλλαξες;
- Πού ήξερα, μωρέ, εγώ τέτοια κουραφέξαλα. Αυτό το τέρας, ο αδερφός μου, που τα ήξερε, με παράτησε και γλεντούσε με τις πουτάνες στα χοτέλια. Ξαφανίστηκε, έφυγε από μένα. Πού μπορούσα εγώ να κάμω τέτοια πράγματα; Τάχα ήξερα να διαβάζω ή να γράφω; Ό,τι μου έλεγαν οι άλλοι έκαμνα.
- Πάει καλά. Ώστε την πατρίδα δεν την παραδέχεσαι.
- Όχι. Είπαμε.
- Για θρησκεία δε σε ρωτώ. Το ξέρω πια.
- Τα είπαμε αρκετές φορές. Παπάδες, δεσποτάδες, διαόλους δε θέλω. Μη μ’ ανακατώνεις. Άλλο τίποτα έχεις να πεις;
- Να, εμείς οι Έλληνες, εδώ, έχουμε ως ιδανικά μας την πατρίδα, τη θρησκεία, την οικογένεια…
- Δηλαδή, Δυσσέα, τι είναι η οικογένεια; Δηλαδή άμα σε βάλει στεφάνι ο τραγόπαπας έχεις οικογένεια, ενώ αλλοιώς δεν έχεις; Δηλαδή έβαλες στεφάνι και πάει τελείωσε; Κι άμα έχεις παιδιά και δεν είσαι παντρεμένος, αυτά δεν είναι δική σου οικογένεια; Από πού βγαίνουν αυτά τα παιδιά; Δε βγαίνουν από σένα, το στεφάνι κάμνει το γάμο; Μασκαραλίκια, Δυσσέα, μασκαραλίκια. Εμένα στην Αμερική με ήθελαν οι γυναίκες όλου του κόσμου, αλλά είχα, βλέπεις, στεφάνι! Να χέσω μέσα να χέσω και πατρίδες και θρησκείες και οικογένειες κι όλα μαζί. Άσε με, μωρέ Δυσσέα, θα σκάσω απ’ το κακό μου, θα σκάσω.
- Ναι, ναι, αλλά στα γεράματά σου στην πατρίδα γύρισες, στην οικογένειά σου ζεις, στην εκκλησιά μπήκες!
- Μωρέ, καλά μου τα λες. Έκαμα τη χαζομάρα και γύρισα πίσω. Τώρα καλά μού γίνεται! Αλλά και τι να έκαμνα; Πού ήθελες να πάω; Ποιος άλλος με καρτερούσε; Ε, είπα κι εγώ να γυρίσω ν’ αφήσω τα κόκκαλά μου, όπως έκαμαν τόσοι και τόσοι. Αχ βρε Δυσσέα. Ούλοι τη ρίζα μας την έχουμε στο χώμα που φυτρώνουμε. Ούλοι. Απ’ το χώμα βγαίνουμε, στο χώμα καταλήγουμε. Γι αυτό στο τέλος μας τρώει το χώμα. Κι όλοι έχουμε χρέος να θαφτούμε στο χώμα που μας φύτρωσε. Έτσι τα έπλασε η γης. Εμείς τίποτα δε μπορούμε ν’ αλλάξουμε. Το ξένο χώμα είναι υγρό, βαρύ, δε μας δέχεται, δε λυώνουμε μέσα σ’ αυτό. Αλλά...
Σα με είδε πάλι σκεφτικό, σήκωσε το μπουκάλι, κατέβασε μια και συνέχισε ακάθεκτος:
- Βρε το δέντρο απ’ τη γης φυτρώνει. Μεγαλώνει με τα χρόνια, βγάνει καρπούς, μαραίνεται, πεθαίνει, για να δώσει άλλο στη θέση του. Το ίδιο είναι κι ο άνθρωπος και τα γομάρια και τα πετούμενα κι όλα τα ζωντανά. Η μάνα γης μας γεννάει κι η μάνα γης μας παίρνει πίσω. Είδες ν’ απομείνει κανένας; Ούλοι μας ερχόμαστε στο φως τρώμε, πίνουμε αποπατούμε, φκιάνουμε παιδιά και στο τέλος έρχεται ο ρουφιάνος ο χάρος και μας τρώει την ψυχή. Άϊντε, Δυσσέα, πιες, φάε, βγάλε τα μάτια σου με τις γυναίκες και μη σκέφτεσαι τίποτ’ άλλο. Ούλα τ’ άλλα είναι τίποτα. Τίποτα ντίπ.
- Καλά τα λες, αλλά έχω μια πολύ σοβαρή απορία. Μπορείς να μου ξηγήσεις, μια κι όπως λες τα ξέρεις όλα, γιατί κάποιοι άνθρωποι γίνονται κλέφτες, ψεύτες, ληστές, λωποδύτες, τούτο, το άλλο…
- Γιατί τους αναγκάζει ο κόσμος και γίνονται. Θέλει κανένας να είναι κακός; Κανένας δεν το θέλει. Αλλά, όταν παν οι άλλοι να σε πατήσουν, πρέπει να προλάβεις εσύ να τους πατήσεις, αλλοιώς χάθηκες…
- Εντάξει. Το κατάλαβα αυτό. Πάει κι αυτό. Μήπως όμως θα πρέπει να κοιμηθούμε; Δεν κουράστηκες;
- Μωρέ, έλεγα να σου το πω εγώ. Αύριο πρέπει να φύγουμε! Τι ώρα πάνω κάτω να ξέρω;
Και τώρα τι του λέω του ανθρώπου τούτου; Τι δικαιολογίες να ψάξω, ώστε να τον ξεγελάσω; Πώς μπορώ να τον αφήσω και να φύγω έτσι που τον ξεσήκωσα; Τι θα νιώσει άραγε αν αρνηθώ την επιθυμία του; Κατά πόσο θα είναι ηθική πράξη να τον εγκαταλείψω σ’ ένα περιβάλλον που δεν το θέλει, όσο με νογά μακριά του; Απ’ την άλλη είμαι νέος άνθρωπος, έχω τις υποχρεώσεις μου, την καριέρα μου, τις παρέες, τον κύκλο μου. Πώς μπορώ ταυτόχρονα με τη δουλειά μου να νογώ ένα γέρο κλεισμένο μέσα στους τέσσερους τοίχους να με καρτερεί ολομόναχος; Γίνεται μέσα σ’ ένα διαμέρισμα να μένουν δυο εργένηδες νεαροί, συνομήλικοι, φίλοι, συγγενείς έστω! Πώς όμως μπορούν να συνυπάρξουν ένας 27χρονος άντρας μ’ έναν 90χρονο και κάτι υπερήλικα; Οι δεσμοί του αίματος θα μου πεις. Σωστά και δίκαια θα σ’ απαντήσω. Αλλά μήπως έτσι το στήριγμα του νέου προς το γέροντα συνεπάγεται τη στέρηση, την αναγκαστική στέρηση του νέου; Η ηθική του αλτρουϊσμού θα μ’ απαντήσεις. Ανθρώπινο θα πω κι εγώ. Αλλά μήπως μια τέτοια πρακτική αποβαίνει επιζήμια για το νέο, καθώς τον καθηλώνει σ’ έναν καταναγκασμό αυτοαποκοπής απ’ το κοινωνικό γίγνεσθαι; Υποχρέωση ιερή του απογόνου προς τον πρόγονό του η ετυμηγορία σου. Δε θ’ ανοίξω περαιτέρω διάλογο, η δική μου ετυμηγορία.
Ναι είναι δίλημμα. Δίλημμα αυστηρά ηθικό. Και σ’ αυτό δεν πρόκειται να προφασιστώ καμιά ενοχική δικαιολόγηση που θα με οδηγήσει στην εγκατάλειψη ενός απόμαχου κρεμασμένου πια απ’ το λαιμό μου. Γιατί για ο,τιδήποτε του συμβεί το κρίμα θα είναι στο λαιμό μου, καταπώς λέει και η λαϊκή μας παροιμία, είτε τον αφήσω πίσω, είτε τον πάρω μαζί μου! Διδάσκω στο σχολείο το δίλημμα της Αντιγόνης και φωνάζω στα παιδιά ν’ ακολουθούν τη φωνή της ηθικής! Για μένα τώρα μέσα στις συνειδησιακές μου συμπληγάδες ποια είναι η φωνή της ηθικής; Κοιτάζω το γέρο κατάματα και με σπαράζει η φωνή της αδυναμίας του. Κοιτάζω τον εαυτό μου κατάματα και με πληγώνει η σκέψη του χαμένου σήμερα.
Στην κατάστασή μου άλλος δε νομίζω να είχε μέσα του τέτοιες αναστολές και τέτοιους προβληματισμούς. Μια πρόχειρη και εύκολη απάντηση είναι να πει κανείς στον εαυτό του: “στο κάτω κάτω παππούς είναι∙ δεν είναι πατέρας σου!”. Αλλά εδώ είναι που το θεωρώ πέρα για πέρα ζήτημα συνειδήσεως. Κι όσο κι αν θέλουν κάποιοι, κι εγώ μαζί τους, τη συνείδηση να οικοδομείται πάνω στις πράξεις, ας μη μας διαφεύγει όλους μας ότι και τις πράξεις μας η συνείδηση είναι που τις ελέγχει. Και το δικό μου πλέον “θέλω”, αυτό που υπαγορεύει και ορίζει το θυμικό μου με αναγκάζει να σταθώ αρωγός και παρήγορος τούτου του γέροντα μέχρι το τέλος του βίου του θυσιάζοντας την όποια κοινωνική μου ανάγκη στη φροντίδα της ρίζας μου, παρόλο που η ρίζα αυτή έδωσε τη σκυτάλη στα βλαστάρια της. Απ’ την άλλη το “πρέπει”, αυτό που ορίζει η νιότη και το υπαγορεύει η ορμή με υποχρεώνει να κοιτάξω μπροστά, για τη δική μου συνέχεια θυσιάζοντας τη συμπόνια μου για μια ρίζα, που ξεπλήρωσε την αποστολή της και παραδίδεται αναπόφευκτα εις χουν.
Το συναίσθημα μού λέει όχι. Ο ρεαλισμός μου φωνάζει ναι. Το συναίσθημα το γεννάει ο οίκτος για την απώλεια, για τη φθορά. Το ρεαλισμό τον πραγματώνει η υπόσχεση και η προσδοκία της δημιουργίας και της φυσικής μας αποστολής. Κι έτσι όπως τον έβλεπα ν’ αδημονεί καρτερώντας ν’ ακούσει από μένα την επιβεβαίωση της επιθυμίας του, πίεσα τον εαυτό μου, όσο γινόταν, ώστε να βρω τις επιφάσεις εκείνες με τις οποίες θα εκδήλωνα την απόφασή μου χωρίς ωστόσο να κάψω τις ελπίδες του. Του είπα όσο πιο ψύχραιμα γινόταν.
- Κοίταξε, παππού. Λέω, αύριο να φύγω μόνος μου, γιατί έχω κάποια τρεξίματα και δε θα μπορώ να έχω χρόνο διαθέσιμο. Άλλωστε σε δυο τρεις μέρες έρχονται τα Φώτα, πρέπει πάλι να γυρίσουμε πίσω, φασαρία, κακό, πήγαινε, έλα, είσαι και γέρος άνθρωπος…
Εκεί πια, λες και άκουσε από μέρους μου την καταδίκη του, ξεσπάθωσε γι άλλη μια φορά. Η πίκρα του, η ανασφάλειά του ίσως, αλλά και ο σμπαραλιασμένος εγωϊσμός του τον έφεραν σε κατάσταση εξαλλοσύνης. Φώναζε, έβριζε, καταριόταν την τύχη και την αδυναμία του, ορυόταν για την “προδοσία” του μοναδικού του στηρίγματος, έτσι που αναστάτωσε το σπίτι περασμένα μεσάνυχτα. Και σαν ξεσήκωσε με την αγριάδα του ολόκληρη την οικογένεια, γύρισε και πρόσταξε σε μένα τρέμοντας σύγκορμος απ’ την οργή του.
- Τσακίσου, σήκω και φύγε. Τράβα από δω να μη σε βλέπω στα μάτια μου. Φύγετε ούλοι σας. Κανέναν δε θέλω να βλέπω. Μπρος, όξω. Όξω γαμώ τον αιώνα μου, γαμώ! Όξω.
Καθησύχασα τους υπόλοιπους κι ανέβηκα στο πάνω πάτωμα, ενώ ο γέρος δε σταματούσε να μονολογεί απευθυνόμενος προς εμένα σα να με είχε ακόμα μπροστά του.
- Να το ξέρεις καλά. Και συ με κοροϊδεύεις, αλλά κι εγώ δεν είμαι σκυλί. Είμαι άνθρωπος, έχω ψυχή, δε μπορείς εσύ να κοροϊδεύεις ένα γέρο άνθρωπο. Θες να ψοφήσω; Θα ψοφήσω έτσι κι αλλοιώς! Να, στα πρόχειρα είμαι. Να φύγεις, να πας όπου θέλεις! Δεκάρα πια δε δίνω. Θα ψοφήσω και θα σε ειδοποιήσουν να με παραχώσεις! Οχ, ο έρμος, τι ήταν να πάθω! Ανάθεμα την ώρα που τσακίστηκα κι ήρθα απ’ την Αμερική…
Είπε κι άλλα πολλά. Έβρισε, καταράστηκε τη μοίρα του, τη ζωή του, το… φιλότιμό του, τόσα και τόσα άλλα, ώσπου κουράστηκε κι αποκοιμήθηκε τυλιγμένος στην πίκρα της εγκατάλειψης. Κι όπως τον άκουγα να φωνάζει ακατάπαυστα στη μνήμη μου ήρθε και πάλι η γριά που είχε εγκαταλειφθεί απ’ το νεαρό πριν από κάποια χρόνια. Και μεμιάς το μυαλό μου πέταξα στο απώτερο μέλλον, προκειμένου να προφτάσει να δει την κατάληξη του νεαρού αυτού στα δικά του γεροντάματα! Άραγε ο τόσο οργισμένος γεροΔυσσέας, ο αποψινός γεροΔυσσέας, αναλογίστηκε ποτέ του στα 60 περίπου χρόνια που πέρασαν από τότε πόση πίκρα άφησε πίσω του με την αποκοτιά της φυγής του; Πάντως οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι η απόφασή μου να τον αφήσω πίσω μου δεν κρύβει μέσα της κανένα ίχνος εκδικητικής ανταπόδοσης. Απλώς κοίταξα μπροστά μου! Και μέσα στο πατρικό μου δεν τον εγκατέλειψα στη μοναξιά!
Το πρωΐ που έφευγα, δεν ξεμύτισε απ’ τον οντά του, δεν έβγαλε άχνα, δεν ακούστηκε από μέσα το παραμικρό. Να τον καθήλωσε στην κρύπτη του άραγε η οργή του ή μήπως η επίνοιά του; Μονάχα ο ίδιος το ήξερε. Αλλά, όταν ξαναγύρισα ανήμερα των Φώτων, βρήκα ξανά το Δυσσέα που ήξερα. Κεφάτος, παρορμητικός, χαρούμενος, γιομάτος ζωντάνια και διάθεση, όπως ήταν πάντα. Φαίνεται η οργή του, η έκρηξή του λίγα βράδυα πριν ήταν μια παρένθεση και τίποτα περισσότερο, αν και με το Δυσσέα ποτέ κανείς δε μπορεί να είναι σίγουρος. Αστειεύτηκε, διηγήθηκε, έφαγε, ήπιε, θυμήθηκε ξανά και ξανά την Αμερική, το Τζιατζιά, το γυφτοθόδωρο, την Αφρούδω! Όλα καλά κι όλα ωραία. Συνειδησιακά ησύχασα κι εγώ, καθώς κατάλαβα ότι κατανόησε πλέον ότι δεν έπρεπε να μπερδεύεται στα πόδια μου φεύγοντας απ’ το γιατάκι του!
Κι όταν την επαύριο πήρα ξανά το δρόμο για τη Λάρισα, μού ζήτησε, μόλις επιστρέψω στο χωριό να του φέρω μια… τρομπέτα, απ’ αυτές τις πλαστικές, τις ψεύτικες που παίζουν τα παιδιά! Κάπου με το αίτημά του αυτό ήρθε να επιβεβαιώσει μια παροιμία που συχνά πυκνά έλεγε η μάνα μου: “Ο άνθρωπος άμα γεράσει, έναν κούκο ν’ αγοράσει!”. Τώρα, τι σόϊ μηχανισμοί σκέψης τον οδήγησαν στο να θέλει να παίζει με την παιδική τρομπέτα στα 91 του χρόνια, αδυνατώ να το καταλάβω, αλλά και δε μπαίνω καν στη διαδικασία να το ερμηνεύσω. Επιθυμία του ήταν να προμηθευτεί ένα τέτοιο παιχνίδι. Από κει και ύστερα ήξερα πως έπρεπε να το αποχτήσει.
Έτσι έσπρωξα και τους χειμωνιάτικους μήνες του ’79, ήρθε ο Μάρτης, ο γέρος μού ανακοίνωσε πανηγυρικά ότι και φέτος τον κόμπιασε τον κούκο, άρα θα τη βγάλει κι αυτή τη χρονιά. Χαράς ευαγγέλια σαν του έφερα και την τρομπέτα, που την άρπαξε σαν το παιδάκι που βλέπει το δώρο των ονείρων του, έλαμψε από χαρά και ικανοποίηση, κι άρχισε να… σαλπίζει αδιάκοπα, λες και μ’ αυτό έσπαγε την ανία του και γέμιζε τη ζωή του. Σκηνές για γέλια και για κλάματα μαζί. Κι όταν άνοιγε η πόρτα κι έμπαινε στο σπίτι γείτονας, συγγενής, φίλος, περαστικός έστω απ’ το δρόμο, ο γέρος δεν έχανε την ευκαιρία να “βαράει τη σάλπιγγα”, όπως συνήθιζε πια να λέει.
Για του λόγου το αληθές ................
Και τις μέρες του Πάσχα που πήγαμε στο σπίτι με την Ελένη, ενώ κάναμε τον αρραβώνα, την υποδέχτηκε σαλπίζοντας και κάνοντας το χαβά του, ώσπου σοβαρεύτηκε στη συνέχεια και παίρνοντας ύφος επίσημο και καθωσπρεπικό, ως άλλος pater familias την αποδέχτηκε ως εκλογή του εγγονού του και χωρίς την παραμικρή σκέψη τη φιλοδώρησε μ’ ένα εκατονταδόλλαρο και με ευχές, που ακούγοντάς τον να της μιλάει δε μπορούσα να ξεκαθαρίσω αν πίστευε τα όσα έλεγε ή αν τα ξεστόμιζε από εθιμοτυπική υποχρέωση. Αλλά ένα τέτοιο μυαλό κανείς δε μπορεί να πει με σιγουριά ότι είναι σε θέση να το διαβάσει και, πού περισσότερο, κανείς δεν πρέπει να ισχυρίζεται ότι μπόρεσε και το διάβασε καλά. Δυσσέας ήταν αυτός. Γιατί, μόλις τέλειωσε με τις ευχές του στην Ελένη, πήρε ξανά τη “σάλπιγγα” και βγήκε στην αυλή! Απρίλης μήνας πια. Χαρά Θεού…
Η “σάλπιγγα” πια έγινε η αχώριστη συντροφιά και το μόνιμο παιχνίδι του. Και τα παιδάκια ακόμα χορταίνουν το παιχνίδι τους και το σταματούν. Αυτός, αντίθετα, χαράματα ήταν, πρωΐ, μεσημέρι, βράδυ, μεσάνυχτα, όποια ώρα, καθόταν, περπατούσε, έβγαινε στην αυλή, ακόμα και στο αποχωρητήριο που πήγαινε, το γραφείο, όπως το έλεγε, βαρούσε δυο τρία σαλπίσματα, έτσι για το καλό. Και το περίεργο είναι ότι δεν έπαιρνε από συστάσεις. Ή τον φώναζαν στο σπίτι, είτε τον μάλωνε η γριά του, είτε του έκαμναν συστάσεις, ο γεροΔυσσέας δε χαμπάριαζε τίποτα και δεν έδινε σημασία σε κανέναν. Με τη σάλπιγγα κοιμόταν και με τη σάλπιγγα ξυπνούσε. Και στα καφενεία, όταν έβγαινε, πάλι τη σάλπιγγα βαρούσε. Και κάθε που οι γριές γειτόνισσες, που μαζεύονταν στο πεζούλι της εκκλησιάς του Σωτήρος, πάνω ακριβώς απ’ το σπίτι μου, τον έβλεπαν να περνάει και αστειεύονταν μαζί του για την τρομπέτα, αυτός την άρπαζε απ’ την τσέπη του και για απάντηση στις γριές τραβούσε για το καλό πέντε έξι σαλπίσματα…
Και σ’ αυτό είχε την απόλυτη έγκριση του εγγονού του, οπότε, όπως έλεγε ταχτικά, δε φοβόταν κανέναν κερατά. Του είχε γίνει πια συνήθεια, ήταν η εκτόνωσή του, η διασκέδαση ίσως της ανίας του, μια εκδήλωση παλιμπαιδισμού για το ξόρκισμα των γηρατειών του. Κι όπως τον καλούσα χαράματα στο πλατύσκαλο για τον καφέ του, δεν καθόταν, αν προηγουμένως δεν ανέβαινε τις εσωτερικές σκάλες, προκειμένου να ρίξει το σάλπισμά του έξω απ’ το δωμάτιο που κοιμόταν οι δύο Ελένες∙ η αδερφή και η μνηστή μου! Έτσι για την πλάκα του. Κι αν ποτέ η αδερφή μου τον φώναζε αυστηρά, αυτός της απαντούσε πάλι σαλπίζοντας… Αθάνατε Δυσσέα!
Του ταίριαξε όμως και το όνομα με τις Ελένες. Έτσι, όταν έλλειπα, και ήθελε κάποια εξυπηρέτηση, τραβούσε ένα ξεγυρισμένο “Ελένηηη…”, οπότε είτε έτρεχαν στο κάλεσμά του και οι δυο, είτε όποια βρισκόταν πιο κοντά του. Κι οτιδήποτε χρειαζόταν το ζητούσε χωρίς ενδοιασμό είτε απ’ την εγγονή του, είτε απ’ τη νύφη του! Και σ’ αυτό ακόμα λειτουργούσε με την επίγνωση της κάλυψης του εγγονού του, οπότε και πάλι δεν είχε ούτε να ντραπεί, ούτε να διστάσει. Κι αν καμιά φορά η αδερφή μου του εκδήλωνε αστειευόμενη κάποια προσποιητή άρνηση, ο γέρος αυτομάτως καλούσε την άλλη. Κι οφείλω να ομολογήσω ότι με τα κορίτσια τα πήγαινε μια χαρά.
Όμως τον έβλεπα συχνά πυκνά να μαζεύεται, να κουμπώνεται, να θέλει να εκδηλωθεί και να γυρίζει πίσω την έκφρασή του. Έδειχνε σα να ήθελε ν’ απομονωθούμε οι δυο μας και να μου πει όσα είχε να μου πει. Γιατί με τόσο κόσμο στο σπίτι, ειδικά με την παρουσία των δύο κοριτσιών, μια τέτοια απομόνωση ήταν αδύνατη. Τη ρετσίνα του την κατέβαζε, πότε μ’ όλους μαζί, πότε μόνος του, αλλά ήταν ολοφάνερο πως του έλλειπε η παρέα και η συζήτηση με μένα. Είναι γεγονός ότι το ξεμονάχιασμα που είχαμε μέχρι τότε, τώρα έγινε δύσκολη έως και αδύνατη υπόθεση. Το καταλάβαινα τόσο καλά κι ο ίδιος, μα του έδινα με τον τρόπο μου να κατανοήσει ότι πρέπει να κάνει λίγη υπομονή. Και την έκαμνε εκών άκων.
Την Κυριακή του Θωμά το έκαμε και πάλι το θαύμα του. Τώρα τι σόϊ διεργασίες περνούσαν μέσα απ’ αυτό το μυαλό και πώς πάντα κατάφερνε να εκβιάζει τη συγκατάθεσή μου στα θέλω του, αυτό ομολογώ πως κι εγώ ο ίδιος δεν το έχω ακόμα καταλάβει. Ανήμερα του Θωμά το χωριό γιορτάζει το παραδοσιακό πανηγύρι του στο ξωκκλήσι, που βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά, σε ύψωμα πάνω ακριβώς απ’ τα τελευταία σπίτια της κεκλιμένης βουνοπλαγιάς στην οποία είναι χτισμένη η κωμόπολή μας. Και λογικά έπρεπε κι εγώ να πάρω τις Ελένες μαζί και τη μητέρα μου και να πάμε στην εκκλησία. Ήταν άλλωστε και επιβεβλημένο και επιθυμητό, κυρίως απ’ την πλευρά της μάνας μου, που ως παραδοσιακή γυναίκα της Ελληνικής υπαίθρου έπρεπε στο πανηγύρι αυτό να παρευρεθεί με τη νύφη της και να επισκεφτεί τους συγγενείς της, που έμεναν κοντά στο εκκλησάκι. Με είχε μάλιστα προετοιμάσει απ’ την προηγούμενη πως πρέπει όλο της το σόϊ, που κατά σύμπτωση διέμενε στη συνοικία τ’ ΑηΘωμά, να γνωρίσει τη νύφη της! Το έθιμο έθιμο! Και για τις γυναίκες αυτού του είδους το έθιμο βρίσκεται πάνω κι απ’ το νόμο, πάνω από επιθυμίες και πίστεις. Έδωσα τη συγκατάθεσή μου θέλοντας και μη.
Κι όπως πήραν απ’ το πρωΐ να ετοιμάζονται οι γυναίκες για την εκκλησία, ο γεροΔυσσέας, που κατά παράδοξο τρόπο βρισκόταν ακόμα στο κρεβάτι του – πράγμα εντελώς ασυνήθιστο – με φώναξε στον οντά του με φωνή ξέψυχη χρωματισμένη με ικεσία και απαίτηση μαζί. Κάπου τα έχασα, δεδομένου πως εκείνο το πρωΐ δεν είχε βαρέσει ούτε τη σάλπιγγα! Έτρεξα αμέσως. Ανακάθισε κάπως, με κοίταξε με ματιά που έβγαζε απαίτηση και είπε προσταχτικά:
- Άφησε να παν οι γυναίκες στην εκκλησιά. Εσύ να μείνεις μαζί μου. Δεν είμαι καλά σήμερα.
Κι όπως έβγαλε αυτά τα λόγια του και πήγε να στηριχτεί στον αγκώνα του, βγήκε από μέσα του ένα βαθύ βογγητό που το εκδήλωνε πιο έντονα η δυσφορία του προσώπου του. Και προτού προλάβω να πω οτιδήποτε συνέχισε:
- Εσύ να μείνεις εδώ. Μπορεί και να ψοφήσω…
Δε θα πω ότι τον πίστεψα, γιατί ήξερα καλά ότι ήταν άριστος ηθοποιός. Αλλά δε μπορώ να πω και ότι δε φοβήθηκα, γιατί ήδη βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο της ετοιμόρροπης ηλικίας. Άλλωστε το γέρικο κορμί μικρή αφορμή χρειάζεται, για να πέσει. Του έκαμα τον καφέ του και είπα στις γυναίκες να πάνε στον ΑηΘωμά κι εγώ θ’ ακολουθήσω σε λίγο. Πράγμα ακριβώς που έγινε και φυσικά πραγματώθηκε ύστερα απ’ τη λειτουργία και η επιθυμία της μάνας μου να πάρει σβάρνα το σόϊ της ολάκερο. Έθιμο γαρ.
Στο μεταξύ ο γέρος, σα διαπίστωσε ότι οι γυναίκες είχαν ήδη απομακρυνθεί απ’ το σπίτι, τινάχτηκε μεμιάς, έβγαλε απ’ το τσεπάκι την τρομπέτα κι άρχισε να βαράει δυνατά και παρατεταμένα, λες κι ήθελε να ξυπνήσει Σύνταγμα στρατού. Σταυροκοπήθηκα με τα καμώματά του, αλλά δε μου ήρθε ούτε άξαφνο, ούτε και ήταν κάτι το πρωτόγνωρο ή το ασυνήθιστο. Αρκέστηκα γελώντας να του κάμω την εξής παρατήρηση:
- Ε, λοιπόν, γεροΔυσσέα, είσαι μεγάλος λωποδύτης. Καλά σε κάνουν οι γριές και σου τα σέρνουν.
Ξαναβάρεσε την τρομπέτα και αναψοκοκκινισμένος απ’ τα γέλια είπε:
- Σιορ! Μωρέ, δε ζει η ρουφιάνα η Αφρούδω. Θα έπαιρνα τη σάλπιγγα και θα πήγαινα απ’ τα μεσάνυχτα κάτω απ’ το παραθύρι της! Που να τη χέσω το γονιό να τη χέσω…
- Τράβα στο μνήμα της και κάμε το ίδιο. Τι διαφορά έχει;
- Μπα! Τέτοια μουρλή που ήταν, μπορεί και να βγει απ’ τη γούρνα. Και τότε…
- Ε, λοιπόν, δεν τρώγεσαι με τίποτα. Δεν έχεις Θεό, δεν έχεις. Με κράτησες απ’ την εκκλησιά να μου πεις για την Αφρούδω;
Εκεί σοβάρεψε απότομα, πέταξε από πάνω του ως δια μαγείας κάθε σκιά φαιδρότητας και με το βλέμμα του και μόνο μού έδειξε πως το αστείο του τέλειωσε και πως θα πρέπει αυτά που θέλει να μου πει να τα τηρήσω με θρησκευτική ευλάβεια στη ζωή. Ξαναζήτησε καφέ και με τράβηξε έξω, σε μια γωνιά της αυλής για ασφάλεια απ’ όποιο αδιάκριτο αυτί.
Μεταξύ μας ακολούθησε ένας λιγόλεπτος διάλογος, μάλλον ένας συμβουλευτικός μονόλογος του εμπειρότατου και πολυχτυπημένου απ’ τη ζωή παππού προς τον άπειρο και ενθουσιώδη εγγονό. Το περιεχόμενο της κουβέντας μας ήταν αυστηρά εμπιστευτικό και του έδωσα το λόγο μου να μην το κοινοποιήσω ποτέ και σε κανέναν. Ως τώρα το τήρησα και θα το τηρήσω. Το μόνο που έχω να επισημάνω είναι τούτο: Αυτή άραγε τη σοφία του, αυτή του τη φοβερή διορατικότητα, αυτό το τόσο κοφτερό μυαλό του, γιατί μια ζωή το χαράμισε όλα ετούτα σε πράγματα και καταστάσεις που δεν είχαν ούτε αξία ούτε νόημα για τους γύρω του; Μπορεί ίσως να είχαν για τον ίδιο. Ναι, αλλά, όσο και να κορδώνονταν και να φώναζε πως πάνω απ’ όλους κι απ’ όλα είν’ ο εαυτός του, τελικά σε κάποιες – ομολογώ πολύ ελάχιστες – εξομολογητικές του στιγμές, κάθε άλλο παρά ατομιστής έδειχνε. Ωστόσο τις απόκρυφες επιθυμίες του και τις εντελώς μύχιες σκέψεις του δε μπόρεσα ποτέ μου να τις εξιχνιάσω. Όπως βέβαια και τόσες άλλες πτυχές της πολυκύμαντης ζωής του.
Τον άκουσα, τα σκέφτηκα όσα είπε, τα λογάριασα πολύ καλά, μα ο νεανικός ενθουσιασμός λειτουργεί πάντα ως τροχοπέδη στα κελεύσματα της εμπειρίας. Κι όπως σηκώθηκα να φύγω για την εκκλησία, όπου με περίμενε ο άμαχος πληθυσμός, γύρισα και τον ρώτησα:
- Καλά, όλα ετούτα δεν έβρισκες άλλη ευκαιρία να μου τα πεις; Τόσα και τόσα λέμε κάθε φορά. Έπρεπε να σκηνοθετήσεις τον άρρωστο; Απορώ τι σόϊ μυαλό είν’ αυτό που κουβαλάς…
Αντί για απάντηση βάρεσε ξανά την τρομπέτα. Ο σοβαρός εαυτός του τελείωσε εκεί. Φόρεσε ξανά τη φαιδρή του μάσκα συνεχίζοντας το δικό του χαβά, το δικό του μοτίβο.
Με την τρομπέτα αυτή ξεχνιόταν, αυτή τον συντρόφευε, όσο έλλειπα από κοντά του. Αυτός καθηλωμένος στο χωριο καρτερώντας πότε θα γυρίσω κι εγώ υποταγμένος στο δασκαλικό μου καθήκον μέρα και νύχτα. Έτσι κύλησε η σχολική χρονιά, έτσι έφευγε και η θερινή περίοδος, έτσι με βρήκε και το επόμενο σχολικό έτος 1979-1980. Ήδη απ’ τα τέλη του Αυγούστου μ’ έπιασε κι άρχισε εμμέσως πλην σαφώς να ζητάει να μείνω στο σχολείο της Αγιάς και να παρατήσω την “κολολάρσα”! (Ο χαρακτηρισμός είναι δικός του). Δεν το σκέφτηκα καν, γύρισα κι εγώ στη βάση μου, στον τόπο μου, στο γνωστό μου κόσμο με το σκεπτικό ότι ο γέρος αυτός δεν πρόκειται να πάει μακριά. Τουλάχιστο ας σταθώ κοντά του, όσο ακόμα μ’ έχει ανάγκη. Είχα χρόνια μπροστά μου και για μεταθέσεις και για μετακινήσεις. Πάνω απ’ όλα η υποχρέωση.
Σε μία μας συνάντηση ανάμεσα στα τόσα και τόσα που ξεδιπλώσαμε, ως κατακλείδα της κουβέντας μας είπε και τούτο:
- Δυσσέα, θέλω να ξέρεις. Και γυναίκες βρίσκεις όσες θες, και φίλους βρίσκεις άπειρους, κι αδέρφια μπορεί ν’ αποχτήσει ο καθένας, και παιδιά να κάμει. Εκείνο που δε γυρνάει πίσω, έτσι και φύγει, είναι το αίμα του το ίδιο. Είναι οι γονιοί, είναι οι παππούδες. Ζύγισε τα πράγματα κι αποφάσισε. Εγώ σήμερα είμαι, αύριο φεύγω. Εσύ θα μείνεις πίσω, εσύ θα τα μετράς αυτά…
Κι οπωσδήποτε τα μέτρησα. Και θέλω να πιστεύω πως τα μέτρησα σοβαρά, τουλάχιστο απέναντί του. Δεν τον άφησα μόνο. Δε μπορούσα να τον αφήσω. Μπορεί να είχε χίλια δυό ελαττώματα, μπορεί να πνιγόταν μέσα στις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες του. Μπορεί το ένα, μπορεί το άλλο. Κι αυτά όλα έχουν ασφαλώς τις αιτίες τους. Στην τύχη τίποτα απολύτως δε συμβαίνει. Τυχαία δε μπορεί να είναι καμιά ανθρώπινη συμπεριφορά. Και ειδικά συμπεριφορά ανθρώπου, ο οποίος έστιψε τη ζωή, την ήπιε μέχρι τελευταία σταγόνα και τώρα ετοιμάζεται να την πετάξει άθυρμα στο Χάρο.
Και τους φθινοπωριάτικους μήνες, αφότου έπιασαν τα πρωτοβρόχια και τα κρύα, ολοένα και πιο πολύ τον έβλεπα τα βράδυα ν’ αποζητάει το αποκούμπι του στην κουβέντα μας. Συζητήσεις και πάλι ατέλειωτες, με συχνά διαλείμματα πλέον και λόγω της ρετσίνας, που έτσι κι αλλοιώς ως τώρα την είχε και λόγω της σάλπιγγας, που, απ’ όσο διαπίστωσα, αυτό το αθώο παιδικό παιχνιδάκι του έδωσε ξανά ζωή. Έτσι περάσαμε και τα Χριστούγεννα, έτσι μας βρήκε και η δίσεχτη Πρωτοχρονιά του ’80, ώστε εγώ να μετράω πια 28 και κείνος 92!
Πηγή www.melivoia.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου